ΟΜΙΛΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ. ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ, ΣΕ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΠΡΟΕΔΡΙΑ», ΠΟΥ ΟΡΓΑΝΩΣΕ Η ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΟΠΕΚ ΚΥΠΡΟΥ
Κύπρος, 21 Νοεμβρίου 2011
Ομιλία Υπουργού Εσωτερικών κ. Τάσου Γιαννίτση, σε ημερίδα με θέμα: «Προετοιμάζοντας την Κυπριακή Προεδρία», που οργάνωσε η Κυπριακή Ακαδημία Δημόσιας Διοίκησης και ο ΟΠΕΚ Κύπρου.
«Κυρίες και κύριοι,
Στο διάστημα της τελευταίας δεκαετίας πολλά έχουν αλλάξει σε ότι αφορά στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ειδικά όσα βιώνουμε τα τελευταία 3-4 χρόνια είναι ανατρεπτικά, όσων γνωρίσαμε. Υπήρξαν ανατροπές που έχουν τη σημασία τους και για την άσκηση της Προεδρίας της ΕΕ από την Κύπρο το 2012.
Ωστόσο, εκτιμώ ότι η επικέντρωση σε εμπειρίες και στοιχεία της Ελληνικής Προεδρίας, παραμένει χρήσιμη στις προσπάθειες της κυπριακής κυβέρνησης για την Προεδρία της Ε.Ε.
Η Προεδρία της Ε.Ε. είναι μια σημαντική ευκαιρία για μια χώρα από πολλές απόψεις. Παρέχει τη δυνατότητα να χειριστεί με επιτυχία δύσκολα θέματα, να δείξει ικανότητα επιλογής προτεραιοτήτων, να κάνει εφικτές λύσεις που είναι ευρωπαϊκά ικανοποιητικές και να εκπροσωπήσει την Ε.Ε. στο διεθνή χώρο, σε θέματα εξωτερικής πολιτικής ή διεθνών σχέσεων.
Βεβαίως, όπως ανέφερα και προηγουμένως πολλά έχουν αλλάξει. Τα στοιχεία για την Ελληνική Προεδρία που θα σας παρουσιάσω αφορούν την περίοδο πριν τις μεγάλες θεσμικές αλλαγές στις Συνθήκες, που στο μεταξύ μεσολάβησαν. Γιατί με τις αλλαγές αυτές τα πιο σημαντικά εργαλεία ανάδειξης μιας Προεδρίας έχουν αλλάξει. Η μεγαλύτερη ίσως αλλαγή αφορά την προεδρία στο Συμβούλιο Κορυφής, στο συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων, και η προεδρία στο Eurogroup, που όπως είναι γνωστό απέκτησαν μόνιμο πρόεδρο, που εκλέγεται για περισσότερα χρόνια. Αυτό αποδυναμώνει σημαντικά τις δυνατότητες μιας προεδρίας να διαπραγματευτεί, να εξασφαλίσει προβολή στο ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, στην Ευρώπη και διεθνώς, να αποκτήσει συγκριτικά πλεονεκτήματα σε θέματα ή σε ότι αφορά σχέσεις με χώρες.
Άλλες από τις αλλαγές αυτές ίσως είναι για καλύτερο για τη χώρα που ασκεί την Προεδρία, άλλες ίσως είναι για χειρότερο. Εξαρτάται από την οπτική κανενός και τις συγκεκριμένες συνθήκες. Για παράδειγμα: η κρίση της Ευρωζώνης σήμερα και η κρίση χωρών-μελών (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ιρλανδία κ.α.) θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες μιας μεμονωμένης χώρας που θα ασκούσε παροδικά την Προεδρία.
Ας σκεφτούμε τις δυνατότητες μιας μικρής ή νέας χώρας σε σύγκριση με το θεσμικό σύστημα που έχει καθιερωθεί. Για παράδειγμα, το θέμα του Ιράκ το 2003 ήταν ένα τεράστιο ζήτημα, που θα μπορούσε να εξελιχθεί πολύ αρνητικά για μια προεδρία. Μεγάλα ή απρόβλεπτα θέματα μπορεί να αναδειχθούν σε ευκαιρίες, μπορούν και να αποδειχθούν καταστροφικά για μια Προεδρία.
Κυρίες και κύριοι,
Η Ελληνική Προεδρία του 2003 μπορεί να έχει διπλή ανάγνωση:
• Τι επιτεύχθηκε ή τι δεν επιτεύχθηκε σε διάφορους τομείς και γιατί; και
• Πώς μια μικρή χώρα επιτυγχάνει σε ένα εξαιρετικό κρίσιμο θέμα στην ιστορία της Ε.Ε. Στην υπόθεση του Ιράκ όλοι περίμεναν να αποτύχει καθότι υπήρχαν και σημαντικές ενδο-κοινοτικές διαμάχες.
Η ανάλυση της Ελληνικής Προεδρίας αποτελεί case study προκειμένου να προσδιοριστούν οι όροι της επιτυχίας. Με ποιο τρόπο δημιουργείται μια πολιτική επιτυχία; Δεν μπορεί να δοθεί μια απάντηση. Όμως, να επισημάνω ένα σημείο: η επιτυχία δεν εξαρτάται από το αν η προεδρεύουσα χώρα καταφέρνει να λύσει ένα πρόβλημα. Εξαρτάται και από το πώς χειρίζεται το πρόβλημα που ανακύπτει, ποια εναλλακτικά σενάρια μπορεί να διαμορφώσει, και πόσο καταφέρνει να διασφαλίσει μια διαδικασία στο πλαίσιο μιας ευρωπαϊκής λογικής.
Θα μπορούσα να υποστηρίξω, ότι τα διδάγματα από την Ελληνική Προεδρία είναι τα εξής:
1. Πώς η συλλογική και στοχευμένη δουλειά μπορεί να επιτύχει πολύ πιο σημαντικά αποτελέσματα από μια ατομική, χωρίς στόχευση, και αποσπασματική τακτική.
2. Πώς η Ελλάδα, τότε, πέτυχε να αποκτήσει έναν ευρωπαϊκό χαρακτήρα που της έδωσε σημαντική πρόσθετη αξιοπιστία, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί και στο μέλλον.
3. Πώς οι εξωτερικές επιτυχίες δένουν με την εσωτερική πραγματικότητα και πώς η επιτυχία στο ένα πεδίο (π.χ. στο εσωτερικό μέτωπο με την ένταξη στην ΟΝΕ, με τη συμφωνία του Ελσίνκι) μπορεί να στηρίξει τις δράσεις της Προεδρίας στο ευρωπαϊκό πεδίο.
Η Ελλάδα ανέλαβε την Προεδρία της Ε.Ε. σε μια περίοδο που η Ευρώπη είχε να φέρει σε πέρας και να διαχειριστεί τέσσερις μεγάλες αλλαγές στο σύστημά της :
Πρώτον, την απορρόφηση της διεύρυνσης με όλα όσα αυτή συνεπάγεται τόσο για τις 15 χώρες-μέλη, όσο και για τις 10 νέες χώρες. Τα χάσματα, τα προβλήματα, η ολοκλήρωση του νέου ευρωπαϊκού χώρου, έτσι ώστε να μην αποδειχτεί σε λίγο χρόνο ότι η διεύρυνση αυτή δεν στέφθηκε με επιτυχία, καθώς και ο εσωτερικός μετασχηματισμός υφιστάμενων πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Κοινή Αγροτική Πολιτική, περιφερειακή πολιτική, ανταγωνιστικότητα, έρευνα, ενοποίηση αγορών, κ.α.) συνδέονταν στενά με το πρόβλημα αυτό.
Ένα δεύτερο μεγάλο πεδίο μετασχηματισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης αφορούσε το θεσμικό σύστημά της. Το πρόβλημα βεβαίως δεν ήταν θεσμικό ή νομικό. Το κρίσιμο πρόβλημα αφορούσε την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να πείσει τα 450 εκατ. πολιτών της, ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα αξίζει τον κόπο. Ότι το οικοδόμημα αυτό δημιουργεί όρους εμπιστοσύνης, όρους ευημερίας, όρους εξασφάλισης βασικών αξιών της δημοκρατίας και όρους αποτελεσματικής καθημερινής λειτουργίας.
Τρίτο μεγάλο πεδίο μετασχηματισμού αφορούσε στο μάνατζμεντ της οικονομίας. Η νομισματική αυτονόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η προώθηση των στόχων για μια Ευρώπη ανταγωνιστική, μια Ευρώπη της απασχόλησης, μια Ευρώπη με ορατό και ισχυρό κοινωνικό μοντέλο και μια Ευρώπη που σέβεται την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης απαιτούν μια συνεχή αναπροσαρμογή, και συνεχή συντονισμό πολιτικών, ώστε να εξασφαλιστεί μια ισορροπία στόχων και αποτελεσμάτων. Μια ισορροπία, που βρίσκεται στην καρδιά της επιτυχίας της ευρωπαϊκής κοινωνίας και την κάνει τόσο διαφορετική από οποιοδήποτε ίσως άλλο μοντέλο στον κόσμο.
Το τέταρτο πεδίο αφορούσε στη θέση και στο ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διεθνές σύστημα. Η Ευρώπη των 25 δεν ήταν δυνατόν να αυτοπεριορίζεται στα πεδία των ελεύθερων ανταλλαγών, της ελεύθερης μετακίνησης κεφαλαίων και εργαζόμενων, της επιλεκτικής προώθησης οικονομικών πρωτοβουλιών. Η ίδια η πραγματικότητα της οικονομικής δύναμης και του μεγέθους της σπρώχνουν προς την ανάγκη να αναλάβει έναν πιο ενεργό ρόλο ως Ένωση και σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας. Η ίδια η ταραγμένη πραγματικότητα της τελευταίας δεκαετίας πριν την προεδρία (Βοσνία, Κόσσοβο, Γιουγκοσλαβία, Μέση Ανατολή, Ιράκ, τρομοκρατία, οργανωμένο έγκλημα, κρίσεις στην ΝΑ Ασία και τη Λατινική Αμερική) απαιτούσαν από την Ευρώπη να λειτουργήσει πολιτικά ξεπερνώντας τις δυνατότητές της και τις πρακτικές της.
Ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων, που δεν είναι εξαντλητικοί, δημιούργησαν συνθήκες, που η Ελληνική Προεδρία όφειλε να λάβει υπόψη στο χειρισμό των κοινοτικών πολιτικών και διαδικασιών. Σ’αυτό το πλαίσιο, η Ελληνική Προεδρία έθεσε τρεις μείζονες στόχους :
Να προωθήσει πολιτικές που θα ενίσχυαν αποτελεσματική τις ευρωπαϊκές πολιτικές και θα δημιουργούσαν μεγαλύτερη σιγουριά στον πολίτη της ΕΕ (Στρατηγική Λισαβόνας, Σύμφωνο Σταθερότητας και οικονομικό μάνατζμεντ, πολιτική μετανάστευσης-ασύλου).
Να συμβάλει ώστε η διευρυμένη Ευρώπη να μπορεί να προχωρεί στην αντιμετώπιση νέων προβλημάτων, να μην ακινητοποιηθεί λόγω διεύρυνσης με 10 νέα μέλη, και να διατηρήσει τα στοιχεία εκείνα ελκυστικότητας και πειστικότητας, που την οδήγησαν σταδιακά από 6 σε 25 μέλη (προώθηση ολοκλήρωσης εργασιών Συνέλευσης για το Μέλλον της Ευρώπης πριν το τέλος της Ελληνικής Προεδρίας).
Να προωθήσει πολιτικές που ενισχύουν την συνολική παρουσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο διεθνές προσκήνιο, στηρίζοντας έτσι και την ευρωπαϊκή οικονομία και το διεθνοπολιτικό κύρος και την αξιοπιστία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και προωθώντας πολιτικές της ΕΕ σε πεδία κρίσιμα για την ίδια την Ελλάδα (εξωτερική πολιτική, πολιτική ασφάλειας-άμυνας, εξωτερικές σχέσεις, πολιτική ΕΕ στα Βαλκάνια).
Η Ελληνική Προεδρία, στο αποκορύφωμα της επέμβασης στο Ιράκ, φρόντισε να προωθήσει την ενεργή δράση του Συμβουλίου Κορυφής του Μαρτίου στα θέματα της στρατηγικής της Λισσαβόνας (απασχόληση, ανταγωνιστικότητα, οικονομία, κοινωνικά ζητήματα), εξασφαλίζοντας όχι μόνο πρόοδο σε μια σειρά ζητήματα, αλλά ακόμα περισσότερο δίνοντας το μήνυμα στους Ευρωπαίους πολίτες, ότι και στις πιο δύσκολες στιγμές της η Ε.Ε. μπορούσε να λειτουργεί και να παίρνει αποφάσεις, και ότι η κρίση στα θέματα εξωτερικής πολιτικής δεν ήταν διαλυτική. Η δραστηριοποίηση αυτή αντιστάθμιζε σε κάποιο βαθμό τις μεγάλες εσωτερικές αντιθέσεις στα θέματα εξωτερικής πολιτικής.
Για το λόγο αυτό, η Προεδρία έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις πολύπλευρες, πυκνές και ουσιαστικές πολιτικές συνεργασίες με πολλές χώρες (ΗΠΑ, Ρωσία, ανατολικές χώρες, μεσογειακές χώρες, χώρες της Μέσης Ανατολής, της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής, την Ιαπωνία, την Κίνα κ.α.), με σκοπό να ενισχυθεί η πολιτική και οικονομική διπλωματία της Ε.Ε.
Κυρίες και κύριοι,
Αυτό που δύσκολα θα ξεχαστεί είναι ότι η Ελληνική Προεδρία δοκιμάστηκε στο θέμα του Ιράκ. Όμως με μια συστηματική προσέγγιση, με συνεχείς επαφές με τους εταίρους, με τις ΗΠΑ, τις αραβικές και άλλες χώρες εξασφάλισε:
– να απομονώσει τα στοιχεία στα οποία μπορούσε να υπάρξει μια κοινή ευρωπαϊκή τοποθέτηση από τα στοιχεία που συνιστούσαν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των εταίρων,
– να συνθέσει βήμα-βήμα και να εξασφαλίσει ένα πνεύμα συναίνεσης στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ανάγκη κοινής τοποθέτησης στο θέμα του Ιράκ, επίσης με διαχωρισμό των σημείων όπου αυτό ήταν ανέφικτο,
– να δώσει την ικανοποίηση στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως οντότητα δεν θα ήταν άφωνη στο μεγάλο θέμα που κυριάρχησε στην περίοδο εκείνη,
– να περάσει το μήνυμα ότι, παρά τις διαφορές, η Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει,
– να δώσει επίσης το μήνυμα στις μεσογειακές και αραβικές χώρες, με τις οποίες η Ευρωπαϊκή Ένωση διατηρεί στενές οικονομικές και πολιτικές σχέσεις, και για τις οποίες ο πόλεμος στο Ιράκ είχε κρίσιμη σημασία, ότι η Ευρώπη λειτουργούσε με ιδιαίτερη προσοχή σε θέματα πολέμου, ειρήνης και διεθνούς παρέμβασης,
– να ενισχύσει την αξιοπιστία και το κύρος της ως προεδρία στα θεσμικά όργανα της Ε.Ε., το Συμβούλιο, την Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο,
– να στηρίξει η Ευρωπαϊκή Ένωση τους διεθνείς θεσμούς, και ιδιαίτερα τον ΟΗΕ και τους διεθνείς κανόνες για τις διεθνείς σχέσεις.
Η Ελλάδα θα μπορούσε να παραμερίσει το θέμα του Ιράκ, να αναφερθεί στο τεράστιο πολιτικό χάσμα που υπήρχε, και να αποφύγει κάθε προσπάθεια γεφύρωσης. Θα μπορούσε δηλαδή να επικαλεστεί την ανυπαρξία ουσιαστικού θεσμικού πλαισίου για χάραξη ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής σε τόσο μεγάλο θέμα. Δεν το έκανε.
Όλη αυτή η διαδικασία είναι ένα πολύ ενδιαφέρον case study, όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις προεδριών. Όχι τόσο για να δει κανείς ιστορικά τι έγινε, αλλά τι διδάγματα μπορούν να αντληθούν για το ευρωπαϊκό μάνατζμεντ σε συνθήκες κρίσης με αντιτιθέμενα ευρωπαϊκά συμφέροντα.
Πέρα από το θέμα όμως του Ιράκ, η Ελληνική Προεδρία συνέπεσε με το θέμα της διεύρυνσης της Ε.Ε. με τις ανατολικές χώρες και την Κύπρο. Η ένταξη της Κύπρου είχε αποτελέσει κορυφαίο θέμα στην ελληνική εξωτερική πολιτική από πολλά χρόνια πριν, αλλά ιδιαίτερα μετά τη Συμφωνία του Ελσίνκι το 1999, οπότε διαφάνηκε η προοπτική να υπάρξει πραγματική κατάληξη εφ’ όσον ακολουθούνταν η σωστή στρατηγική.
Η ολοκλήρωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων έγινε βεβαίως στην κρίσιμη Σύνοδο της Κοπεγχάγης, η Ελληνική Προεδρία όμως έπρεπε να χειριστεί την επιτυχή και έγκαιρη ολοκλήρωση μιας σειράς σοβαρών θεμάτων, που προέκυψαν από τις πολιτικές συμφωνίες της Κοπεγχάγης.
Έτσι, στους μήνες που ακολούθησαν την Κοπεγχάγη, η Ελλάδα χρειάστηκε να αντιμετωπίσει τη διαφορά που προέκυψε μεταξύ του Συμβουλίου και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με τη χρηματοδότηση της διεύρυνσης, να ξεπεράσει διάφορα θέματα που θα μπορούσαν να σημαίνουν καθυστέρηση της ένταξης της Κύπρου και να χειριστεί διεκδικήσεις της ύστατης στιγμής (πχ. για προσαρμογή των συμφωνιών οι οποίες ήδη υπήρχαν σε ότι αφορά νέες χρηματοδοτήσεις) από ορισμένες χώρες (Πολωνία, Ιταλία), που λίγο έλειψε να καθυστερήσουν τη διαδικασία και το χρονοδιάγραμμα.
Πρέπει επίσης να επισημανθεί η ώθηση που η Ελληνική Προεδρία έδωσε στα Συμβούλια Κορυφής και σε άλλα Συμβούλια στο θέμα της βαλκανικής πολιτικής της Ε.Ε. Τα Βαλκάνια – τόσο οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, όσο και οι υποψήφιες χώρες – είδαν την Ελλάδα να παίρνει πρωτοβουλίες, να προωθεί την ευρωπαϊκή τους προοπτική. Στη Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης εξασφαλίστηκε συναίνεση, ότι, και για την περιοχή αυτή, είτε η ορατή ένταξη (για τις υποψήφιες χώρες), είτε η μελλοντική ένταξη ήταν μια επιλογή που μπορεί να γίνει πραγματικότητα.
Η ευρωπαϊκή προοπτική για τα Βαλκάνια είχε καίρια πολιτική σημασία για την Ελλάδα, όπως και για την Ευρώπη. Πολιτική σταθερότητα, συνεργασία και εμπιστοσύνη στην περιοχή ήσαν στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά για τις ίδιες τις εσωτερικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Επιπλέον, η οικονομία, οι επενδύσεις, ο τουρισμός, το εμπόριο, θα ωφελούνταν ιδιαίτερα από τη στενότερη ολοκλήρωση των βαλκανικών χωρών με την Ε.Ε. Το αποτέλεσμα αυτό έδωσε τότε στην Ελλάδα ένα ιδιαίτερο βάρος στα Βαλκάνια, ανεξάρτητα από το γεγονός, ότι λόγω των μετέπειτα εξελίξεων σταδιακά αποδυναμώθηκαν.
Ένα ακόμη πεδίο κρίσιμων και σύνθετων χειρισμών για την Ελληνική Προεδρία ήταν τα θέματα μεταναστευτικής πολιτικής και ασύλου. Ήδη από τότε, ίσως και λίγα χρόνια νωρίτερα – τα θέματα αυτά είχαν γίνει από τα πιο καυτά και ακανθώδη στην πολιτική ατζέντα της Ευρώπης :
– Πρώτον, υπήρχε έντονη ανησυχία εξαιτίας της έντονης ενασχόλησης με το θέμα των Μέσων Ενημερωσης, ενώ παράλληλα, η τότε επικείμενη διεύρυνση προκαλούσε φόβους. Επιπλέον, υπήρχε η ανάγκη να εξισορροπηθούν αντίθετες αντιλήψεις μεταξύ των χωρών της ΕΕ, αλλά ακόμη και εντός των λαών αρκετών κρατών μελών.
– Δεύτερον, υπήρχε μια πύκνωση γεγονότων που είχαν τη σημασία τους, όπως πχ. η ταχεία αύξηση των μετακινήσεων προς τις χώρες της ΕΕ, η ανάδειξη θεμάτων παράνομης μετανάστευσης, η αύξηση της παραοικονομίας (ως κακή όψη της «επαγγελματικής ενσωμάτωσης), ο φόβος και οι πιέσεις που προκάλεσε η 11η Σεπτεμβρίου για τα ζητήματα ασφαλείας των πολιτών.
– Τρίτον, αποκτούσε σημαντικές διαστάσεις καθώς είχε κοινωνικό και οικονομικό αντίκτυπο σε αρκετά κράτη-μέλη, ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν διαφορετικές νομικές προσεγγίσεις μεταξύ των χωρών.
– Τέλος, ενώ γενικά διαφαινόταν ότι δεν αποτελούσε ζήτημα διαχειρίσιμο (σε όρους αποτελεσματικότητας) για μεμονωμένα κράτη-μέλη, η ετερογένεια στις προσεγγίσεις συνδεόταν με βαθύτερες πολιτικές και ιδεολογικές προσεγγίσεις.
Λαμβάνοντας υπόψη και το πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό σκηνικό στην Ελλάδα (καθότι η μετανάστευση αποτέλεσε μια νέα επείγουσα πραγματικότητα για τη χώρα), γίνεται κατανοητό ότι σε σχέση με το παρελθόν αποτέλεσε ένα θέμα που είχε πλέον περισσότερες πτυχές, μεγαλύτερες διαστάσεις και απαιτούσε νέες και περίπλοκες προσεγγίσεις.
Σ’αυτό το πλαίσιο η Ελλάδα :
α) πέτυχε για πρώτη φορά πολιτική συμφωνία για θέματα νόμιμης μετανάστευσης σε Συμβούλιο ΔΕΥ (οδηγία για οικογενειακή επανένωση, οδηγία για καθεστώς μεταναστών μακράς διάρκειας).
β) τέθηκαν οι βάσεις για το θέμα της αποτελεσματικής χρήσης των κοινοτικών χρηματοδοτικών πόρων και την κατανομή των βαρών μεταξύ των κρατών-μελών.
γ) προχώρησαν οι συζητήσεις για θέματα ασύλου, και για τις σχέσεις Ε.Ε. και χωρών προέλευσης των μεταναστών.
Η Ελληνική Προεδρία χειρίστηκε και μια σειρά από άλλα θέματα, από τα οποία :
– άλλα είχαν προγραμματιστεί ως πολύ κρίσιμης προτεραιότητας ζητήματα (όπως πχ. η συνέλευση για Μέλλον Ευρώπης που θα οδηγούσε σε Διακυβερνητική Διάσκεψη),
– άλλα είχαν (και έχουν) ένα μόνιμο βάρος στην ατζέντα της ΕΕ (όπως πχ. τα θέματα για την πολιτική Άμυνας-Ασφάλειας που τότε επικεντρώθηκαν σε ζητήματα της ΠΓΔΜ, καθώς και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης),
– άλλα συνδέθηκαν με έκτακτα γεγονότα που απαιτούσαν μια ευαίσθητη ισορροπία πχ. μεταξύ των αναδυόμενων περιβαλλοντικών ανησυχιών χωρών της ΕΕ και οικονομικών επιλογών που είχαν σημασία για άλλες χώρες (βλ. την απόσυρση των μονοπύθμενων δεξαμενόπλοιων μετά το ναυάγιο του Πρεστίζ ανοικτά της Ισπανίας),
– άλλα συνδέθηκαν με την πρόοδο σε ζητήματα κοινοτικής πολιτικής που αποκτούσαν μεγαλύτερο ειδικό βάρος για την ΕΕ (όπως πχ. οι πολιτικές για περιβαλλοντικούς στόχους και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας ή το Ευρωπαϊκό Δίπλωμα ευρεσιτεχνίας),
– άλλα έπρεπε να λάβουν υπόψη δεσμεύσεις και λεπτές διαπραγματεύσεις του παρελθόντος, και να προχωρήσουν σε δύσκολους συμβιβασμούς, δυσανάλογους για μια «μικρή» χώρα (όπως πχ. η αναθεώρηση της ΚΑΠ),
– Τέλος, υπήρξαν χειρισμοί για θέματα που μέχρι τότε πολλές Προεδρίες απεύχονταν να αντιμετωπίσουν, όπως πχ. η πρώτη αναθεώρηση στο καθεστώς κοινοτικών υπαλλήλων.
Αναλυτική παρουσίαση υπάρχει στο χαρτί που διανέμεται συμπληρωματικά.
Κυρίες και κύριοι,
Με βάση την ελληνική εμπειρία, εκτιμώ ότι μια επιτυχία δεν έρχεται ούτε από μόνη της, ούτε αποσπασματικά. Είναι συνάρτηση περισσότερων παραγόντων, όπως:
– Να θέλεις να επιτύχεις – αν και από μόνη της μια τέτοια θέληση δεν αρκεί,
– Να οργανώσεις την επιτυχία, δηλαδή να ξέρεις με ποιο τρόπο θα πετύχεις αυτό που επιδιώκεις,
– Να ακολουθήσεις επίπονες διαδικασίες, διαβουλεύσεις, διμερείς προσεγγίσεις ή διαπραγματεύσεις για να υλοποιήσεις ότι χρειάζεται,
– Να καταλάβεις ποια είναι τα δεδομένα της πραγματικότητας.
Η Κύπρος αναλαμβάνοντας την Προεδρία τον Ιούλιο του 2012 θα θέσει φυσικά τις δικές της προτεραιότητες και στρατηγικές. Θα μπορούσα να υποθέσω ότι ορισμένα πολύ μεγάλα ζητήματα θα αποτελούν μέρος της agenda, όπως :
1. το νέο χρηματοδοτικό πλαίσιο της περιόδου 2014-20 και η αναθεώρηση της ΚΑΠ,
2. η υλοποίηση της Στρατηγικής «Ευρώπη 2020» για τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή πολιτική της ΕΕ,
3. η ενδυνάμωση της Οικονομικής Διακυβέρνησης σε συνδυασμό με τα τεράστια ζητήματα της κρίσης της ευρωζώνης, που βέβαια θα αντιμετωπιστούν κυρίως στο Eurogroup,
4. ο ρόλος της Τουρκίας στις εξελίξεις,
5. το θέμα του φυσικού αερίου στη ΝΑ Μεσόγειο,
6. τα θέματα της Μ. Ανατολής.
7. η προώθηση της Αλληλεγγύης και η ενίσχυση της Κοινωνικής διάστασης στις πολιτικές της ΕΕ,
8. η βιώσιμη ανάπτυξη.
Είμαι σίγουρος, ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο Πρόεδρος και η ικανή υπουργός κυρία Μαρκουλή που βρίσκεται εδώ, θα έχουν μια επιτυχή Προεδρία, με όλες τις θετικές συνέπειες που θα έχει αυτό για την Κύπρο»