ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2025

Ποιο το χρονικό περιθώριο, εντός του οποίου δύνανται οι δήμοι να λαμβάνουν απόφαση επιβολής/αναπροσαρμογής τελών, προκειμένου αυτή να ληφθεί υπόψη κατά την κατάρτιση ή/και αναμόρφωση του προϋπολογισμού;

Επί της ανωτέρω ερώτησης το αρμόδιο Τμήμα Εσόδων της Δ/νσης Οικονομικών Τ.Α. του Υπουργείου μας, απαντά ως εξής: «Σύμφωνα με την ισχύουσα συνταγματική τάξη (άρθρα 79 και 102 Συντάγματος), ορίζονται με νόμο διάφοροι πόροι υπέρ της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ανεξαρτήτως ονομασίας («φόροι», «τέλη»  ή «δικαιώματα») τους πιο συγκεκριμένους όρους επιβολής-είσπραξης των οποίων (κατηγορίες υπόχρεων, συντελεστές, χώροι επιβολής, τρόπος καταβολής, προσαυξήσεις, πρόστιμα κλπ) εξουσιοδοτούνται να προσδιορίζουν οι ίδιοι οι ΟΤΑ.

Σήμερα, σε μια σειρά από φόρους (πχ στεγασμένων χώρων) και τέλη (πχ κοινοχρήστων χώρων ή στην επέκταση φόρου 0,5% σε κατηγορίες καταστημάτων), τους όρους επιβολής και είσπραξης ορίζουν οι δήμοι. Ο χρόνος που ορίζεται από τον νόμο για την έκδοση των δημοτικών αποφάσεων είναι είτε ο Οκτώβριος είτε ο Νοέμβριος του προηγούμενου της επιβολής έτους και αυτό συνιστά τον γενικό κανόνα που πρέπει να εφαρμόζεται. Κατ’ αυτόν τον τρόπο και οι προϋπολογισμοί των δήμων μπορούν να συντάσσονται ολοκληρωμένα και έγκαιρα αλλά και οι δημότες να έχουν την απαραίτητη ενημέρωση για να προσαρμόσουν τις δραστηριότητές τους.

Στις περιπτώσεις πάντως μη τήρησης του γενικού κανόνα και λήψης απόφασης αργότερα (ως τα τέλη Φεβρουαρίου, κατά τη νομολογία) ή και αρκετά αργότερα, η χρονική αρμοδιότητα δεν σταματάει αλλά ισχύουν τα εξής:

Σύμφωνα με την πολύ γνωστή ρύθμιση του Κώδικα Διοικητικής Διαδικασίας (άρθρο 10παρ.5 ν.2690/1999), ο οποίος ισχύει και για τους δήμους (άρθρο 1 ΚΔΔ), «οι προθεσμίες για τη Διοίκηση είναι ενδεικτικές…».  Κατά συνέπεια, αφού η χρονική αρμοδιότητα δεν εξαντλείται στον προβλεπόμενο χρόνο, νομίμως μπορεί να ληφθεί απόφαση επιβολής τελών και αργότερα, κάτι που δέχεται και η νομολογία (ΣτΕ 650/2002, 179/2002). Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνεται ούτε οποτεδήποτε ούτε και άνευ ειδικής αιτιολογίας επειδή επιφέρει αναταραχή τόσο στον προγραμματισμό των νοικοκυριών όσο και των επιχειρήσεων, προφανώς και στους ίδιους τους δήμους, τους προϋπολογισμούς των οποίων αναμορφώνουν.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, δηλαδή λήψης απόφασης επιβολής-αναπροσαρμογής τελών μεταγενέστερα του οριζόμενου χρόνου, οι αποφάσεις που λαμβάνονται εντός του διανυόμενου έτους και με αυτές αναπροσαρμόζονται συντελεστές φόρων ή προσδιορίζεται διαφορετικό ύψος τελών, επιβάλλεται να κρίνονται υπό το φως της τήρησης των συνταγματικών Αρχών της δημοσίου συμφέροντος, της χρηστής διοίκησης και ιδίως υπό την έκφανσή της, της προστασίας της εμπιστοσύνης του πολίτη και της αναλογικότητας.

Ειδική μνεία απαιτείται για τα ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΑ ΤΕΛΗ, επειδή η αντιμετώπισή τους στους προϋπολογισμούς είναι ιδιαίτερη.   

Τα τέλη καθαριότητας-φωτισμού, ύδρευσης, άρδευσης και αποχέτευσης, καθώς και τα τυχόν δυνητικά τέλη που έχει θεσπίσει ένας δήμος,  εντάσσονται στη γενικότερη κατηγορία των ανταποδοτικών τελών που λόγω της φύσεώς τους, υπακούουν σε μια αυστηρότερη λογική προγραμματισμού, αναφέρονται παγίως σε ένα οικονομικό έτος (ΣτΕ 2542/2005, 609/2004, 981/1992) και γι΄αυτό, οι σχετικές αποφάσεις απαιτείται να λαμβάνονται τον Νοέμβριο του προηγούμενου της υλοποίησής τους έτους, ενώ δεν είναι επιτρεπτή η αναδρομική κανονιστική τους ρύθμιση (ΣτΕ 1752/1997). Επιπλέον, με πληθώρα αποφάσεων των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών έχουν ρυθμιστεί και επανα-ρυθμίζονται διεξοδικά τα σχετικά με την εκτέλεση του προϋπολογισμού των δήμων (ετήσιας ομοίως διάρκειας) και της συμμετοχής των εσόδων από ανταποδοτικά τέλη σε αυτόν.

            Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα πλαίσιο τακτικής διαχείρισης που πρέπει να τηρείται πέραν των αυτονόητων λόγων νομιμότητας και για λόγους ασφαλείας δικαίου και προστασίας της εμπιστοσύνης του πολίτη. Κατά συνέπεια, οποιαδήποτε τυχόν κάμψη αυτού, μπορεί να γίνεται μόνο κατ’ εξαίρεση και για λόγους ανώτερου τοπικού δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι απαιτείται να δικαιολογούνται πλήρως.                  Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία (άρθρο 79 παρ. δ3 ν.3463/2006 όπως ισχύει), η οποία μάλιστα εδράζεται και στη διάταξη του άρθρου 102 του Συντάγματος, οι δήμοι, ως αυτοτελείς φορείς δημόσιας εξουσίας στο χωρικό τους επίπεδο, έχουν την αποκλειστική αρμοδιότητα της λήψης απόφασης «για τη χρήση και λειτουργία των συστημάτων …άρδευσης και αποχέτευσης». Κατά συνέπεια, κάνοντας χρήση της εξουσίας του, ένας δήμος, σταθμίζοντας τα δεδομένα της περιοχής του όπως αυτός (οφείλει να) τα παρακολουθεί και (οφείλει να) τα εκτιμά, μπορεί να δρομολογεί όποτε θεωρεί σκόπιμο/απαραίτητο/ωφέλιμο, τη λήψη σχετικής απόφασης, χωρίς αυτό να μπορεί να ελεγχθεί από την εποπτεύουσα αρχή, καθότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε εξέταση των λόγων που οδήγησαν τον δήμο στην απόφασή του, δηλαδή ανεπίτρεπτο έλεγχο σκοπιμότητας (Σύνταγμα 102 παρ. 4 και άρθρο 214 ν.3852/2010, όπως ισχύει).

            Πέραν των θεμάτων όμως που συγκροτούν τη σκοπιμότητα λήψης μιας τέτοιας απόφασης (που δεν ελέγχονται), η σχετική νομοθεσία επιβάλλει μια σειρά ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων, η τήρηση των οποίων και μόνο, καθιστά την απόφαση νόμιμη. Εννοείται πως οι προϋποθέσεις αυτές, που αφορούν θέματα οικονομικής διαχείρισης, έχουν έναν σαφώς τεχνικό χαρακτήρα, ο οποίος έχει προσδιοριστεί/αποσαφηνιστεί με πληθώρα οδηγιών και γι’ αυτό μπορούν να ελεγχθούν από την εποπτεύουσα αρχή (άρθρα 214επ ν.3852/2010, όπως ισχύουν). Ο τεχνικός (άρα ελεγκτέος) χαρακτήρας αυτών των προϋποθέσεων δεν μπορεί ωστόσο να εξικνείται μέχρι του σημείου να καταργεί την (συνταγματικά κατοχυρωμένη) αυτοτέλεια των δήμων να αποφασίζουν, όποτε εκτιμούν οι ίδιοι, για τα θέματα αρμοδιότητάς τους. Επισημαίνουμε εδώ πως αυτή ακριβώς η δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισης των δημοτικών αρχών σε νέες καταστάσεις-ανάγκες του δήμου, συνιστά το μείζον πλεονέκτημα που διαθέτουν οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης έναντι των κεντρικών υπηρεσιών.

Συναφώς και η νομολογία δέχεται πως τυχόν προθεσμίες σε διατάξεις νόμων σχετικές με τον χρόνο λήψης απόφασης για επιβολή ανταποδοτικών τελών, έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα (ΣτΕ 650/2002, 179/2002), πόσο μάλλον για αναπροσαρμογή τελών που έχουν ήδη επιβληθεί και η οποία πρόκειται να γίνει για ορθότερη αποτύπωση της πραγματικότητας με βάση νεότερα δεδομένα ή ορθότερη κατανομή του τέλους.

            Κατόπιν των ανωτέρω, αυτό που απαιτείται να τονιστεί και που οφείλουν οι δήμοι να λαμβάνουν υπόψη τους, κατά τη λήψη τέτοιων αποφάσεων (αναπροσαρμογής ανταποδοτικών τελών) είναι το ότι ο συγκεκριμένος τύπος αποφάσεων (επιβολής ή  αναπροσαρμογής ανταποδοτικών τελών), κατ΄εξαίρεση από τα ισχύοντα γενικά για τις κανονιστικού χαρακτήρα αποφάσεις,  πρέπει να συμπεριλαμβάνει αιτιολογία, η οποία πρέπει να είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη (ΣτΕ 3263/1982, 3850/1985, 981/1992). Πιο συγκεκριμένα, η διαπίστωση της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ της παρεχόμενης ειδικής υπηρεσίας και του επιβαλλόμενου τέλους απαιτείται να γίνεται εξετάζοντας το συνολικό κόστος παραγωγής της παρεχόμενης υπηρεσίας και υπό το φως στοιχείων όσο πιο καλά υπολογισμένων γίνεται (ΣτΕ 60/2010). Επιπροσθέτως, η κατανομή του κόστους μεταξύ των υπόχρεων πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια, ώστε να μην παραβιάζεται η αρχή της ισότητας (ΣτΕ 78/1979), ενώ είναι προφανές πως κι εδώ έχει μεγάλη σημασία να γίνεται ο δυνατότερος ακριβής υπολογισμός (ΣτΕ 3263/1982, 3280/2001).

Προφανώς, μία απόφαση αναπροσαρμογής, απαιτείται να αιτιολογείται πρώτα και κύρια με ειδική αναφορά στους λόγους που καθιστούν επιβεβλημένη την αναπροσαρμογή και που είναι τόσο σημαντικοί (πχ τήρηση κανόνων Συνταγματικής τάξεως, συμμόρφωση με δικαστικές αποφάσεις, εντοπισμός παραλείψεων ή σημαντικών σφαλμάτων υπολογισμού που χρήζουν άμεσης διόρθωσης γιατί δημιουργούν αδικίες κ.α.), ώστε να δικαιολογούν την τυχόν αναστάτωση που θα επέλθει στην πορεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού του Δήμου.»