ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ. ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ ΣΕ ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΕΠΕΡΩΤΗΣΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ, ΣΤΗ ΒΟΥΛΗ, ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΚΡΑΤΙΚΕΣ ΕΠΙΧΟΡΗΓΗΣΕΙΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΑ ΧΡΕΗ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ
Αθήνα, 19 Δεκεμβρίου 2011
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
Απάντηση Υπουργού Εσωτερικών κ. Τάσου Γιαννίτση, σε επίκαιρη επερώτηση Βουλευτών Δημοκρατικής Συμμαχίας, στη Βουλή, σχετικά με τις κρατικές επιχορηγήσεις των κομμάτων και τα χρέη τους προς τις Ελληνικές τράπεζες
«Η συζήτηση για την κρατική επιχορήγηση των κομμάτων με αφορμή την επίκαιρη επερώτηση της προέδρου και των βουλευτών της Δημοκρατικής Συμμαχίας έχει πολλαπλό ενδιαφέρον καθώς μας οδηγεί ευθέως σε ένα από τα κρίσιμα θέματα λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Μετά τις τοποθετήσεις που έγιναν εδώ και τα ερωτήματα που τέθηκαν στην επερώτηση, θεωρώ σκόπιμο να θυμηθούμε τρία ζητήματα:
– Ποια ήταν η πολιτική νομιμοποιητική βάση του μέτρου της χρηματοδότησης, όταν πρωτοξεκίνησε το 1984 και στη συνέχεια με τις τροποποιήσεις που ακολούθησαν το 1996 και το 2002,
– Ποια είναι τα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας,
– Ποιο είναι ή θα μπορούσε να είναι σήμερα το ζητούμενο;
Για την πολιτική νομιμοποιητική βάση της χρηματοδότησης των κομμάτων σε συνδυασμό και με τον έλεγχο των οικονομικών τους, όπως και των οικονομικών των υποψηφίων βουλευτών, ανατρέχοντας και σταχυολογώντας από τις αιτιολογικές εκθέσεις των νομοθετικών παρεμβάσεων που έγιναν, υπενθυμίζω ότι η χρηματοδότηση αυτή είχε ως στόχους:
α) τη διεύρυνση της δημοκρατίας
β) Την εξασφάλιση επαρκούς χρηματοδότησης των κομμάτων, ώστε να μην εξαρτώνται από ιδιώτες χρηματοδότες, να έχουν οικονομική αυτοτέλεια, ελευθερία στην έκφραση και στη δράση τους,
γ) τη συγκράτηση του αυξανόμενου σκεπτικισμού των πολιτών απέναντι στους πολιτικούς και τα κόμματα με τη γνωστή κρίση αξιοπιστίας,
δ) την ανακοπή της ανόδου μορφών μηδενιστικού λαϊκισμού, και
ε) την εξασφάλιση μιας ισορροπίας μεταξύ κρατικής και ιδιωτικής χρηματοδότησης, ώστε αφ’ ενός να ενισχύονται τα κόμματα, αλλά αφ’ ετέρου, να αποτραπεί ο κίνδυνος εξάρτησής τους από ιδιωτικά συμφέροντα ή μια μετατροπή τους σε κρατικοδίαιτους φορείς.
Η πρακτική της κρατικής χρηματοδότησης σε συνδυασμό και με την ιδιωτική δεν ήταν ελληνική καινοτομία. Αντίθετα, η θεσμοθέτησή της ακολούθησε μια γενικότερη τάση στα ευρωπαϊκά κράτη στις τελευταίες δεκαετίες. Σε τουλάχιστον 84 από τις 143 χώρες, στις οποίες υπάρχει σύστημα κοινοβουλευτικών κομμάτων, έχει θεσπιστεί η κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων αυτών.
Με βάση το νομοθετικό πλαίσιο, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας περίπου (2000-2011) τα κόμματα στην Ελλάδα έλαβαν ενισχύσεις μεταξύ 41 εκατ. ευρώ και 85 εκατ. ευρώ το χρόνο ή 655 εκατ. ευρώ αθροιστικά. (καταθέτω σχετικό πίνακα).
Αυτά ως προς τη θεωρία και τους αριθμούς. Όμως ας δούμε τι έγινε στην πράξη. Ας απαντήσουμε αν οι στόχοι του θεσμού της χρηματοδότησης επιτεύχθηκε ή όχι. Από τότε που γράφηκαν οι εισηγητικές εκθέσεις μέχρι σήμερα, η δημοκρατία μας, τουλάχιστον ο οικονομικός της πυλώνας, έφτασε στα όρια της πτώχευσης, η οικονομική αυτοτέλεια των κομμάτων δεν εξελίχθηκε όπως ήταν επιθυμητό, ο λαϊκισμός περίσσεψε, και εξοβέλισε νηφάλιες φωνές, ο σκεπτικισμός της κοινής γνώμης για το πολιτικό σύστημα έφτασε εκεί που έφτασε, χωρίς να χρειάζεται να αναφερθώ σε λεπτομέρειες, και τα κόμματα έφτασαν να είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό κρατικοδίαιτα απ’ ότι στο παρελθόν. Στόχος της κρατικής χρηματοδότησης ήταν να απαλλαγούν τα κόμματα από την εξάρτηση από οικονομικούς παράγοντες, να γίνει απολύτως διαφανής η χρηματοδότησή τους και να μπει φραγμός στη συναλλαγή, ιδιαίτερα στον εκλογικό κύκλο. Το αν ο στόχος αυτός επιτεύχθηκε ή όχι το γνωρίζει ο καθένας καλά στην αίθουσα αυτή.
Όλα πάντως εξελίχθηκαν διαφορετικά προς τους στόχους του νομοθέτη. Δεν λέω ότι ο θεσμός έχει αποτύχει. Είναι όμως αρκετά μακριά, αλλού περισσότερο, και αλλού λιγότερο, και το πόσο μακριά είναι δεν αποτελεί μετρήσιμο και αντικειμενικό μέγεθος.
Για να μείνουμε πάντα στην πράξη, η σχέση μεταξύ χρηματοδότησης και κομμάτων ακολούθησε, δυστυχώς, πιστά την πορεία της χώρας. Τα κόμματα, ακριβώς όπως το Κράτος και πολλοί ιδιώτες, ξεκίνησαν με την κρατική χρηματοδότηση, προχώρησαν στην τραπεζική χρηματοδότηση, υπερδανείστηκαν και βρίσκονται σήμερα στην ίδια προβληματική κατάσταση με το Δημόσιο. Χρησιμοποίησαν την κρατική χορηγία ως μοχλό, ως εγγύηση, για να προεισπράξουν από το τραπεζικό σύστημα περισσότερες δόσεις της κρατικής χορηγίας. Σήμερα, όπως είναι γνωστό, τα δάνεια των κομμάτων από το τραπεζικό σύστημα ανέρχονται αθροιστικά περίπου στα 245 εκατ. ευρώ, αλλά να σημειώσω ότι υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανά κόμμα ως προς τη χρήση του εργαλείου αυτού και ως προς την έκταση της χρήσης. Καταγράφω βεβαίως, την έκπληξη από μη συμμέτοχους του συστήματος ή τον καταγγελτικό λόγο, αλλά προς τι η έκπληξη από ανθρώπους που διήνυσαν τον πολιτικό τους βίο μέχρι τώρα μέσα σε αυτό το σύστημα; Κανείς δεν χρειάζεται να εκπλήσσεται. Είμαστε μια κοινωνία, που συνολικά άνθισε, αναπτύχθηκε, επεκτάθηκε και οικοδόμησε την ευημερία της μέσα από τα δάνεια, τα χρέη, την απόσπαση πόρων από το μέλλον για χάρη του παρόντος, δηλαδή σήμερα που μιλάμε για χάρη των ετών που πέρασαν. Στηριχθήκαμε σε ένα μηχανισμό, που για πολλά χρόνια, στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς, λειτούργησε με τον ίδιο τρόπο. Δεν υπήρχαν θεσμικά ή άλλα εμπόδια στη λειτουργία και σήμερα έκπληκτοι βλέπουμε το αποτέλεσμα και τον λογαριασμό. Γι’ αυτό βέβαια φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, και όχι μόνο η Ελλάδα, όχι μόνο το ελληνικό Κράτος ή τα ελληνικά κόμματα. Εδώ θα ήθελα να σχολιάσω μια αποστροφή της τοποθέτησης της κας Μπακογιάννη. Ναι η Κυβέρνηση έγινε με βασικό διακύβευμα να μην φτάσει η Ελλάδα στα χειρότερα. Τρία κόμματα δεσμεύτηκαν γι’ αυτό και θεωρώ ότι αυτή η συμφωνία πρέπει να τηρηθεί. Όποιος δεν την τηρήσει είναι υπόλογος στην ελληνική κοινωνία.
Θεωρώ πολύ ενδιαφέρον και υγιές ότι κόμματα και βουλευτές έρχονται σήμερα να ζητήσουν αλλαγές σε ότι αφορά το θεσμό της χρηματοδότησης των κομμάτων, αλλά έχω και κάποιες απορίες. Το θέμα είναι γνωστό εδώ και πολλά χρόνια και οι επερωτώντες βουλευτές είναι στελέχη που από δεκαετίες συμμετείχαν με διάφορες κομματικές ιδιότητες σε κόμματα που χρηματοδοτούνταν με τον ίδιο τρόπο που σήμερα επικρίνουν, αλλά αν δεν πέφτω έξω, καταγγελίες και προτάσεις αλλαγής του συστήματος χρηματοδότησης, σε προηγούμενες φάσεις, δεν γνωρίζω να έγιναν. Ανεξάρτητα από αυτό όμως, σήμερα βρισκόμαστε σε βαθιά κρίση, για την αντιμετώπιση της οποίας συρρικνώνονται μισθοί, συντάξεις, εκτοξεύεται η ανεργία, και η κυβέρνηση δίνει τη μάχη του αν θα μείνει η Ελλάδα στο ευρώ, αν με βαριές θυσίες θα πετύχει να μην επιστρέψουμε κάπου σε καταστάσεις της δεκαετίας του 1960, αν θα αποτρέψουμε να χαθεί ο μόχθος δεκαετιών εκατομμυρίων Ελλήνων, αν έπειτα από τρία χρόνια σκληρής προσαρμογής και ένα διάστημα ακόμα, θα οικοδομήσουμε μια αναπτυξιακή προοπτική, με απασχόληση και εμπιστοσύνη.
Αυτό είναι το κρίσιμο πρόβλημα που έχουμε σήμερα γι’ αυτό και διαβάζοντας το σκεπτικό της επερώτησης, θέλω να το επεκτείνω. Θα πω, ότι προκλητικά δεν είναι μόνο όσα αναφέρονται στην επερώτηση για τη μείωση των μισθών, και συντάξεων ή για τα λουκέτα σε επιχειρήσεις. Προκλητικό είναι και το ότι στις μέρες μας, το Σάββατο πριν τα Χριστούγεννα λόγω διαδηλώσεων στο Κέντρο της Αθήνας αφαιρούνται από χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις έσοδα που θα πήγαιναν σε μισθούς εργαζομένων, εισφορές στο ΙΚΑ και θα ανακούφιζαν πολλούς που περνάνε δύσκολες στιγμές. Προκλητικό είναι και το πώς φτάσαμε μέχρι εδώ και τι έκανε ο καθένας μας για να μην φτάσουμε ως εδώ. Όμως όλα αυτά είναι μια άλλη συζήτηση, που είναι καλύτερο να την αφήσουμε γιατί θα μας πληγώσει, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι καθοριστική για πολλά από αυτά που θίγονται στην επερώτηση.
Σήμερα, η επερώτηση θέτει τέσσερα ερωτήματα, που ταυτόχρονα είναι και προτάσεις και ήδη αναφέρθηκαν.
Υπάρχει όμως και ένα ακόμα ερώτημα, που είναι συναφές με τα παραπάνω και που δεν περιλαμβάνεται στην επερώτηση,αλλά στην προφορική τοποθέτηση της κας Μπακογιάννη. Ελπίζω να μην θεωρήσει κανείς, ότι κάνω επερώτηση στον εαυτό μου. Το ερώτημα είναι αν η χρηματοδότηση των κομμάτων, σε όποιο επίπεδο και αν οριστεί, είναι δίκαιο να είναι συνάρτηση της αύξησης των ετήσιων δημοσιονομικών εσόδων – το 1,02‰ – όπως προβλέπεται στο νόμο ή μήπως θα έπρεπε να οριστεί διαφορετικά, π.χ. ως ένα ποσό που θα χορηγείται ανεξάρτητα από την πορεία των δημοσιονομικών εσόδων. Το αναφέρω, γιατί το σημερινό σύστημα οδηγεί στο εξής οξύμωρο: Η κυβέρνηση από τη μία να δίνει αγώνα για να αυξηθούν τα έσοδα για να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα και για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις της χώρας, μειώνοντας για το σκοπό αυτό μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές και αναπτυξιακές δαπάνες, και από την άλλη ένα τμήμα αυτής της δημοσιονομικής βελτίωσης να οδηγείται σε αυξημένη χρηματοδότηση των κομμάτων και τελικά, να αυξάνει τις κρατικές δαπάνες και το έλλειμμα. Θεωρώ ότι εδώ, λόγω της κρίσης, υπάρχει ένα θέμα που τα κόμματα θα ήταν σκόπιμο να το εξετάσουν και να δώσουν μια απάντηση.
Ως προς τα ειδικότερα ερωτήματα της επερώτησης: Κατ’ αρχάς είναι σκόπιμο να διακριθεί το θέμα της κρατικής χρηματοδότησης των κομμάτων, τακτικής ή εκλογικής, από το θέμα της τραπεζικής χρηματοδότησης. Για ένα λόγο τυπικό και έναν ουσιαστικό:
Ο πρώτος λόγος είναι ότι ούτε το Υπουργείο Εσωτερικών, ούτε άλλο Υπουργείο έχουν αρμοδιότητα ελέγχου μιας πρακτικής η οποία δεν απαγορεύεται εκ του νόμου. Βεβαίως, να επισημάνω, ότι εδώ που έφτασαν τα πράγματα, η τραπεζική χρηματοδότηση εκ των πραγμάτων δεν μπορεί πλέον να επεκταθεί. Τα χρέη είναι τόσο υψηλά, ώστε οι τράπεζες θα σταματήσουν να δανειοδοτούν, τουλάχιστον όσους έχουν υπερχρεωθεί και χρηματοοικονομικά είναι προβληματικοί ως φορείς.
Ο δεύτερος λόγος ακριβώς, είναι ότι από τις ισχύουσες διατάξεις, δηλαδή το ν.3023/2002, όπως τροποποιήθηκε με τους νόμους 3242/2004 και 3274/2004, δεν προκύπτει από πουθενά απαγόρευση δανεισμού των πολιτικών κομμάτων από τις τράπεζες. Μετά την κατάργηση των διοικητικών παρεμβάσεων στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, οι τράπεζες με τραπεζικά κριτήρια χρηματοδοτούν φορείς και κλάδους. Το τραπεζικό σύστημα οφείλει να λειτουργεί με ενιαίους, διαφανείς κανόνες και ενιαία εποπτεία, βάσει μάλιστα διεθνών δεικτών φερεγγυότητας και ασφάλειας. Θα μπορούσε ίσως να προβλεφθεί η θεσμοθέτηση όρου του Δημοσίου, που θα απαγόρευε στα επιχορηγούμενα κόμματα να εκχωρούν προς τρίτους και συνεπώς προς τις τράπεζες το δικαίωμά τους σε μελλοντικές κρατικές επιχορηγήσεις. Να το συζητήσουμε. Θα έρθω αργότερα σε αυτό. Πρακτικά, το αποτέλεσμα θα ήταν η αδυναμία των κομμάτων να προεξοφλούν στις τράπεζες την μελλοντική κρατική τους επιχορήγηση, αλλά θεσμικά δεν είναι το ίδιο με μια απαγόρευση δανεισμού, και οφείλουμε να είμαστε ακριβείς.
Εδώ να θυμίσω, ότι, το Υπουργείο Εσωτερικών δεν είναι ο λογιστής των κομμάτων, ούτε και θα έπρεπε να γίνει. Έχει ένα θεσμικό ρόλο. Η χρηματοδότηση άλλωστε δεν είναι καλή ή κακή. Είναι οι άνθρωποι και τα κόμματα που κάνουν καλή ή κακή χρήση της χρηματοδότησης. Το ίδιο εργαλείο αλλού οδηγεί σε άψογα και αλλού σε αμφισβητούμενα αποτελέσματα.
Θα έρθω τώρα στο θέμα του ύψους της κρατικής χρηματοδότησης.
Ζούμε σε μια κοινωνία, όπου όλα τα οργανωμένα συμφέροντα, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά, έχουν βλέψεις να επηρεάσουν την πολιτική και τις αποφάσεις της. Και το χρήμα είναι κεντρικό εργαλείο που λειτουργεί σαρωτικά στη διαδικασία αυτή. Όταν ο τέταρτος πόλος εξουσίας -τα ΜΜΕ- και άλλοι τομείς και φορείς στην οικονομία είναι δεμένοι τόσο έντονα με χρήμα, εξουσία και δύναμη, το τι θα γίνει με την κρατική χρηματοδότηση είναι ένα ανοικτό και διόλου εύκολο ερώτημα, που δεν απαντιέται παρά μόνο με μια υψηλή δόση υποκειμενικότητας. Πόση χρηματοδότηση μπορεί να εξασφαλίσει την σχετική αυτονομία στη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας; Στην Ελλάδα η χρηματοδότηση είναι περίπου 10 ευρώ ανά ψήφο και στη Γερμανία 0.7-0.8 ευρώ αντίστοιχα. Έγιναν στην Ελλάδα τα κόμματα πιο αυτόνομα στη λειτουργία τους απ’ ότι στη Γερμανία; Το σημερινό ύψος χρηματοδότησης είναι σωστό; Είναι μήπως πολύ, είναι λίγο; Αναμφίβολα η οικονομική κρίση και οι ανάγκες για εξοικονόμηση δαπανών είναι κρίσιμο κριτήριο – το ανέφερα. Όμως δεν είναι το μόνο. Και τι διασφαλίζει ότι μια μείωση της χρηματοδότησης θα πετύχει ένα ικανοποιητικότερο για την κοινωνία αποτέλεσμα; Μια λογική θα ήταν ότι η σημερινή χρηματοδότηση εξέθρεψε προβληματικά φαινόμενα. Οδηγεί η διαπίστωση αυτή στην ανάγκη μείωσης; Προσωπικές απαντήσεις δεν θα δώσω τώρα. Σημασία έχει που μπορούμε να φτάσουμε με θεσμικές παρεμβάσεις.
Κατανοώ, ότι τίθεται ένα θέμα ορθής κατανομής μεταξύ παλαιών και νέων κομμάτων. Κατανοώ ότι η κομματική χρηματοδότηση και ο ανταγωνισμός μεταξύ κομμάτων για πρόσβαση στη χρηματοδότηση είναι στενά συνυφασμένα και ο αγώνας για την κατανομή της πίτας ή με την επιρροή που έχει η χρηματοδότηση στον ανταγωνισμό των κομμάτων είναι έντονος. Αυτό όμως είναι άλλης τάξης πρόβλημα, και απαιτεί επίσης μια απάντηση. Είναι αλήθεια, πάντως, ότι το ισχύον σύστημα χρηματοδότησης λειτουργεί ανασταλτικά στην ανάδυση νέων κομμάτων και αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να το δούμε όταν συζητηθεί η αναθεώρηση του τρόπου χρηματοδότησης των κομμάτων – κάτι που πάντως δεν μπορεί να γίνει εσπευσμένα.
Σε κάθε περίπτωση, η κρατική χρηματοδότηση δεν είναι σκόπιμο να δημιουργεί αποστειρωμένα κόμματα. Τα κόμματα πρέπει να εμπνέουν την κοινωνία για ενεργό συμμετοχή και διαφανείς χορηγίες και εισφορές. Να εμπνέουν τους πολίτες για καλύτερα οράματα, και οι πολίτες να θέλουν να καταβάλουν ένα τίμημα για να φτάσουν σε αυτά. Σε διάφορες χώρες η κρατική χρηματοδότηση είναι συνάρτηση και των διαφανών και δηλωμένων ιδιωτικών συνεισφορών, που καταφέρνουν να κινητοποιήσουν τα κόμματα. Όσο μεγαλύτερη η ιδιωτική συνεισφορά, τόσο μεγαλύτερη και η κρατική. Είναι υγιές κάτι τέτοιο; Το θέλουμε στην Ελλάδα; Το θέλετε;
Στο θέμα της κρατικής χρηματοδότησης θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ και σε ένα πολύ συναφές θέμα, που ναι μεν δεν εμφανίζεται στην επερώτηση, όμως τέθηκε δημόσια με καταγγελία ενός από τους επερωτώντες, του κ. Αυγενάκη, που το επανέλαβε στην προφορική του τοποθέτηση. Συγκεκριμένα, στις 12 ή στις 13 Δεκεμβρίου, με δήλωσή του, ο κ. βουλευτής με καταγγέλλει ονομαστικά, ότι «κατ’ εντολή των συγκυβερνούντων ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΛΑΟΣ, υπέγραψα την εκταμίευση της τρίτης δόσης της κρατικής επιχορήγησης, προκαλώντας το κοινό αίσθημα». Έχω τρεις παρατηρήσεις: Εντολές δεν πήρα και δεν παίρνω από κανένα. Δεν γνώριζα ότι η κυβέρνηση είναι συγκυβέρνηση. Νόμιζα ότι η συζήτηση για τις προγραμματικές ήταν γνωστή και επίσης, ότι τα τρία κόμματα που στηρίζουν την κυβέρνηση έχουν ρητά διακηρύξει, ότι επιφυλάσσουν το δικαίωμα να ασκούν κριτική στο έργο της, κάτι που δεν νοείται σε σχήματα συγκυβέρνησης. Όμως αυτό δεν είναι το κύριο θέμα μου.
Το ερώτημά μου είναι τι ακριβώς είναι προκλητικό; Να εφαρμόζω ένα νόμο του Κράτους που ως εκ της θέσεώς μου καλούμαι να εφαρμόσω ή να τον παραβιάζω, επειδή κάποιοι ή ακόμα και εγώ ο ίδιος, διαφωνούμε με τις ρυθμίσεις του; Δεν γνωρίζω να έχει αλλάξει ο νόμος των χρηματοδοτήσεων, και συνεπώς, ως αρμόδιος υπουργός έχω υποχρέωση να τον εφαρμόζω. Αν δεν ισχύει αυτό, ο κάθε υπουργός θα μπορούσε κατά το δοκούν να καταλύει κάθε έννοια του Κράτους Δικαίου, να γίνεται έτσι όχι απλώς προκλητικός, αλλά επιπλέον παράνομος και επονείδιστος, και να παραβιάζει ευθέως και τον όρκο που έδωσε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το ίδιο βέβαια κατ΄ αντιστοιχία ισχύει και για τον βουλευτικό όρκο. Και το ερώτημά μου είναι αν μέλη του Κοινοβουλίου προτρέπουν σε τέτοιες πράξεις, ο υπουργός τι οφείλει να πράξει; Αναρωτιέμαι στην ουσία, αν ανάλογα με τις απόψεις μου για το τι είναι ή όχι προκλητικό θα όφειλα από τη θέση μου να πράττω ανάλογα. Σας διαβεβαιώνω, ότι αν ίσχυε μια τέτοια ελευθερία, θα επέλεγα ενέργειες για πολλά άλλα και πολύ σημαντικότερα ζητήματα. Όμως, επίσης, αν αυτό ίσχυε, σας διαβεβαιώνω, ότι δεν θα μπορούσε και να συμβεί. Γιατί τουλάχιστον σε ότι με αφορά, δεν θα ήμουν στη θέση που είμαι, και αυτό γιατί δεν θα δεχόμουν ποτέ να υπηρετώ σε ένα Κράτος, όπου το νόμο θα τον καθόριζε αυθαίρετα η εξουσία. Και σας δηλώνω από τώρα, ότι όσο ισχύουν οι νόμοι που ψήφισε αυτή η Βουλή, θα τους εφαρμόζω, όπως οφείλω. Όπως οφείλω, όχι μόνον απέναντι στο Σύνταγμα, αλλά και απέναντι στην κοινωνία που μας παρακολουθεί. Όταν Και αν αλλάξει η Βουλή τη ρύθμιση για τη χρηματοδότηση, θα πράξω αναλόγως.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Σε μια φάση όπου οικονομική και πολιτική κρίση είναι στενά συνυφασμένες, όπου η εμπιστοσύνη είναι στα πολύ χαμηλά και όπου ένα ολόκληρο μοντέλο εξέλιξης αμφισβητείται στα θεμέλιά του, πρέπει πράγματι να δούμε τι πήγε στραβά και τι σημαίνει αυτό για τη χρηματοδότηση των κομμάτων.
Μπορούμε να συζητάμε ατελείωτα, όμως αν τα κόμματα δεν συνεννοηθούν και δεν αποφασίσουν μεταξύ τους, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη σημερινή πραγματικότητα και τις ευαισθησίες των πολιτών, και αν δεν προτείνουν μια εναλλακτική λύση, απλώς θα επιδιδόμαστε σε εξομολογήσεις προθέσεων, χωρίς πρακτικό αντίκρισμα. Όμως αυτό δεν είναι ακριβώς πολιτική, γιατί δεν είναι πράξη. Και ο κόσμος περιμένει αλλαγή μιας πραγματικότητας και όχι ρητορείες.
Η σημερινή κυβέρνηση στο διάστημα μεταξύ της ψήφου εμπιστοσύνης στις 15 Νοεμβρίου και της ημερομηνίας ολοκλήρωσης του έργου της δεν μπορεί να αλλάξει όλα τα προβλήματα που έχουν συσσωρευτεί από πολιτικές αποφάσεις για δεκαετίες, όσο εύλογα και αν εμφανίζονται κάποια πράγματα. Προσωπικά θεωρώ ότι ναι, υπάρχουν πολλά θέματα στον τρόπο χρηματοδότησης και δανειοδότησης των κομμάτων, και ότι μπορούν να γίνουν αλλαγές σε ρυθμίσεις για αρκετά από αυτά, εφ’ όσον ψηφιστούν κατά πλειοψηφία. Με άλλα λόγια, για να μην μας διαφεύγει, να υπερψηφιστούν από κόμματα που χρηματοδοτούνται και δανειοδοτούνται, δηλαδή από εσάς εδώ. Έχω κάθε διάθεση να προχωρήσω σε αναγκαίες αλλαγές, και καλώ τα κόμματα να κάνουν προτάσεις για το θέμα και να τις συζητήσουμε για να βρούμε μια νέα χρυσή τομή και να κινηθούμε γρήγορα.
Για να συνοψίσω:
1. Στο θέμα του ύψους της χρηματοδότησης, περιμένω προτάσεις των κομμάτων, που να έχουν την πιθανότητα επιτυχίας στην διάρκεια της θητείας της κυβέρνησης, βεβαίως προτάσεις προς μια κατεύθυνση που θα είναι συμβατή με τη σημερινή πραγματικότητα της κρίσης και όσα βιώνουν οι πολίτες.
2. Για το θέμα της απαγόρευσης της εκχώρησης της μελλοντικής χρηματοδότησης ισχύει το ίδιο. Όμως θα συνεννοηθώ και με τον Υπουργό Οικονομικών και με τα κόμματα για τρόπους ρύθμισης ενός θέματος, το οποίο με τις διαστάσεις που πήρε έπληξε άσχημα τόσο τα κόμματα, όσο και την ομαλή και δημοκρατική λειτουργία του συστήματος.
3. Για το πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί το θέμα των σημερινών δανείων: Κατ΄ αρχάς δεν μπορεί να μείνει σε εκκρεμότητα. Τα κόμματα οφείλουν να φέρουν τις συνέπειες των επιλογών τους. Το Κράτος μπορεί να βοηθήσει, αλλά όχι να υποκαταστήσει την αποπληρωμή των υποχρεώσεων. Θα ήθελα να επισημάνω, ότι σε κάθε περίπτωση, μια τέτοια αντιμετώπιση δεν μπορεί να οδηγήσει ώστε να πληρώσουν οι φορολογούμενοι δυο φορές τα κόμματα για το ίδιο πράγμα: μια με τη δόση που έχει ήδη προεξοφληθεί στις τράπεζες, και άλλη μια με την ανάληψη της εξόφλησης των τραπεζών από το δημόσιο. Και στο θέμα αυτό θα δούμε σε επίπεδο κυβέρνησης και κομμάτων τις λύσεις που μπορούν να δοθούν.
4. Το θέμα της διαφάνειας είναι εξαιρετικά σημαντικό, έχει γίνει και προεργασία από τους προκατόχους μου στο Υπουργείο Εσωτερικών. Την άποψη της κοινής γνώμης για το θέμα αυτό τη γνωρίζετε όλοι. Υπάρχει η δυνατότητα νέων ρυθμίσεων, και θα το δω σε συνεννόηση με τα κόμματα και τον Πρωθυπουργό, βεβαιώνοντάς σας ότι για την κυβέρνηση, για εμένα και το Υπουργείο Εσωτερικών αλλά και για τον Πρωθυπουργό η διαφάνεια είναι ύψιστη προτεραιότητα. Σημασία έχει οι όποιες νέες ρυθμίσεις να προάγουν πράγματι τη διαφάνεια και να μην είναι άλλη μια πράξη στο δράμα της διαφάνειας, με το ίδιο ισχνό αποτέλεσμα που είχαμε μέχρι σήμερα. Η εμπειρία των θεσμών στη χώρα μας έχει πολλά κενά. Σε πολλά θέματα, στη θεωρία, έχουμε εξαιρετικό θεσμικό πλαίσιο. Στην πράξη όμως έχουμε το αντίθετο του εξαιρετικού.
Έχω όμως ένα ερώτημα για τη διαφάνεια: Υπάρχουν μήπως ρυθμίσεις που εμποδίζουν τα κόμματα να υιοθετήσουν διαδικασίες διαφάνειας για τα οικονομικά τους, αν υποτεθεί ότι υπάρχει στο θέμα αυτό ένα σημαντικό έλλειμμα; Δεν νομίζω. Τι εμποδίζει τα κόμματα να πάρουν πρωτοβουλίες στο θέμα αυτό; Ας μην αναζητούμε συνεχώς νέους νόμους, που δίνουν την αίσθηση ότι κάτι γίνεται, όταν στην πράξη ζούμε όλοι την αίσθηση του αντίθετου. Ας δούμε πώς μετατρέπουμε νόμους που υπάρχουν σε πράξη και όχι σε νέους νόμους.
Για όλα αυτά τα ζητήματα θα ζητήσω από την Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής να προωθήσει τις διαδικασίες για προτάσεις των κομμάτων, αμοιβαία συνεννόηση και προετοιμασία δικών μας προτάσεων.
Το αν ένα θέμα που χρονίζει για καιρό και θέτει πολλά και λεπτά ζητήματα μπορεί να λυθεί στη διάρκεια λίγων εβδομάδων δεν είναι κάτι για το οποίο μπορώ σήμερα να δεσμευτώ. Αν νέες ρυθμίσεις είναι εφικτές θα τις προωθήσω. Μπορώ πάντως να σημειώσω, ότι αν αυτό δεν είναι εφικτό, το θέμα θα όφειλε να είναι υψηλά στις προτεραιότητες ενός επόμενου κυβερνητικού σχήματος.
Ευχαριστώ»