ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Τρίτη 03 Δεκεμβρίου 2024

Αιτιολογική Έκθεση Σχέδιου Νόμου “Σύστηματος επιλογής προϊσταμένων”

1/3/2010

Αιτιολογική Έκθεση Σχέδιου Νόμου “Σύστηματος επιλογής προϊσταμένων”

Το Σύνταγμα της χώρας μας υποβάλλει τα δημόσια λειτουργήματα και ειδικότερα τις δημόσιες θέσεις της κρατικής διοίκησης σε δύο θεμελιώδεις κανόνες: τον κανόνα των ίσων ευκαιριών για όλους τους πολίτες και τον κανόνα της προτίμησης μεταξύ αυτών κατά τον λόγο της προσωπικής τους αξίας ή αρχή της αξιοκρατίας.
Ως προσωπική αξία ωστόσο δεν νοείται μόνο η προσωπική ακεραιότητα και ήθος. Αυτά αποτελούν εκ του νόμου τυπικές προϋποθέσεις για κάθε δημόσιο λειτουργό.
Ως προσωπική αξία για τις ανάγκες της στελέχωσης δημοσίων θέσεων νοείται σε κάθε περίπτωση η ικανότητα βέλτιστης ανταπόκρισης σε κριτήρια που υπαγορεύει κατά κλάδο δημόσιας λειτουργίας το δημόσιο συμφέρον και οι σχετικές ανάγκες των οικείων υπηρεσιών της κρατικής διοίκησης. Γι’ αυτό και η αξιοκρατία και ισότητα ευκαιριών οφείλουν εκ του Συντάγματος να διέπουν και την επιλογή προσωπικού και την επιλογή προϊσταμένων στην κρατική διοίκηση.
Οι αρχές αυτές είναι κρίσιμες σε δύο επίπεδα: (α) στον σχεδιασμό οργάνων και διαδικασιών, που τις υλοποιούν και (β) στην οργάνωση ενός πλαισίου κριτηρίων, που τις εκφράζουν.
Εκτός όμως από αρχές συγκρότησης του σώματος και της ιεραρχίας των δημοσίων υπαλλήλων, η ισότητα και η αξιοκρατία αποτελούν την καίρια θεσμική εγγύηση της αμεροληψίας της κρατικής διοίκησης.
Η διοίκηση οφείλει να προσφέρει χωρίς διακρίσεις τις υπηρεσίες. Μόνη μια αξιοκρατικά οργανωμένη και με αξιοκρατικά επιλεγμένους προϊσταμένους διοίκηση μπορεί να υπηρετήσει αποτελεσματικά και αμερόληπτα την εφαρμογή της γενικής βούλησης, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα στο νόμο που ψηφίζουν οι δημοκρατικά εκλεγμένοι αντιπρόσωποι του λαού.
Η πελατειακή λειτουργία του πολιτικού συστήματος της χώρας, κατέστησε τον έλεγχο των αξιολογήσεων στο εσωτερικό της διοικητικής ιεραρχίας ένα κρίσιμο εργαλείο για την επίτευξη της επικυριαρχίας του κυβερνώντος κόμματος επί των βασικών καθημερινών λειτουργιών της δημόσιας διοίκησης.
Η επιλογή και προώθηση πολιτικά ή και στενά κομματικά αρεστών αιτιολογείτο σιωπηρώς από την δήθεν ανάγκη διασφάλισης της εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτικής και διοικητικής ιεραρχίας μετατρεπόμενη σχεδόν σε άτυπο κανόνα της πολιτικής ζωής. Ωστόσο η πολιτική και διοικητική αυτή πρακτική αφ’ ενός ήταν ανέκαθεν και παραμένει μια στρέβλωση σε βάρος θεμελιωδών οργανωτικών αρχών του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, αφ’ ετέρου έχει πλέον πολλαπλασιάσει στην κρατική διοίκηση της χώρας φαινόμενα πρόδηλης αναξιοκρατίας, πελατειακού κομματισμού, μεροληψίας και διαφθοράς. Τα φαινόμενα αυτά μοιραία έχουν υπονομεύσει σε επικίνδυνο σημείο την αξιοπιστία της διοικητικής δράσης αλλά και του σώματος των δημοσίων υπαλλήλων, πρωτίστως όμως την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των κρατικών λειτουργιών που αυτοί υπηρετούν. Έτσι οι όποιες εξελίξεις στην ομαλή ζωή του κοινοβουλευτικού μας πολιτεύματος, όπως η εναλλαγή των πολιτικών κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας έχουν καταλήξει να συνεπάγονται κατ΄ ανάγκην το θλιβερό και ακραία δαπανηρό φαινόμενο μιας διαλυτικής μεταβολής στο σώμα της κρατικής διοίκησης και των υπαλλήλων της, ιδίως δε όσων κατέχουν θέσεις ευθύνης:
– πλήρης αναστολή ή και διακοπή ενεργών και πολυδάπανων πρωτοβουλιών και δράσεων,
– διακοπή της κρατικής-διοικητικής «μνήμης», απώλεια στοιχείων απαραίτητων για την εν γένει συνέχεια της κρατικής διοίκησης ή για την απόδοση ευθυνών,
– απαξίωση κρίσιμου και έμπειρου προσωπικού και αποθεμάτων τεχνογνωσίας,
– καθυστερήσεις στην αποκατάστασης της επαφής της νέας πολιτικής ηγεσίας με την ενεργό διοίκηση,
– δυσχέρειες στελέχωσης κρίσιμων τομέων διοικητικής δράσης, εκπνοή προθεσμιών για χρηματοδοτήσεις και εν γένει απώλεια πόρων.
Το πρόσφατο παρελθόν της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης αποδεικνύει περίτρανα όλα τα ανωτέρω και καταδεικνύει την αδήριτη ανάγκη θεσμοθέτησης ενός αντικειμενικού και αξιοκρατικού συστήματος επιλογής προϊσταμένων, αφού παρ’ όλες τις προεκλογικές εξαγγελίες της προηγούμενης κυβέρνησης για «επανίδρυση του κράτους», με τις διατάξεις του ν. 3260/2004 ακολουθήθηκε η λογική της αποκαθήλωσης όλης της διοικητικής ιεραρχίας αφενός χωρίς καμία αιτιολόγηση και αφετέρου χωρίς την εφαρμογή καμίας αντικειμενικής αξιολόγησης, που να δικαιολογεί την απομάκρυνση της μακρόχρονης εμπειρίας και γνώσης πολλών ικανών στελεχών σε όλο το φάσμα της δημόσιας διοίκησης. Η αποδοχή, από την πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών, του πάγιου αιτήματος των εργαζομένων για καθιέρωση αντικειμενικών και αξιοκρατικών κριτηρίων στην επιλογή προϊσταμένων, με την ψήφιση του ν. 3528/2007, αποδείχθηκε κενό γράμμα αφού δεν εφαρμόσθηκε στο 90% των περιπτώσεων, επιλέγοντας το σίγουρο δρόμο της εφαρμογής του ν. 3260/2004, ο οποίος της εξασφάλιζε τη δυνατότητα της ελεύθερης και ανέλεγκτης επιλογής. Οι λογικές αυτές συνέχισαν να υπηρετούν και να προάγουν φαινόμενα αναξιοκρατίας, πελατειακού κομματισμού και μεροληψίας, υπονομεύοντας ακόμη περισσότερο την ήδη κλονισμένη αξιοπιστία της δράσης της διοίκησης αλλά και του σώματος των δημοσίων υπαλλήλων, πρωτίστως όμως την αποτελεσματικότητα και την αποδοτικότητα των κρατικών λειτουργιών που αυτοί υπηρετούν.
Η αδιέξοδη αυτή πορεία της ελληνικής διοίκησης είναι ασύμβατη με ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου γιατί μας απομακρύνει με τρόπο καταστροφικό από την ποιότητα και επάρκεια των κρατικών λειτουργιών από βασικές αρχές της πολιτικής μας συμβίωσης όπως η ισότητα ευκαιριών μεταξύ όλων των Ελλήνων πολιτών, η αξιοκρατία και εν τέλει η ίδια η δημοκρατική λειτουργία του κράτους.
Στα πλαίσια αυτά είναι άμεσα και επιτακτικά αναγκαία η αποκατάσταση του κύρους των αρχών αυτών στο εσωτερικό της δημόσιας διοίκησης. Εντελώς πρόσφατα με την ψήφιση του ν. 3812/2009 προωθήθηκε η αποκατάσταση της αξιοκρατίας στο στάδιο των προσλήψεων προσωπικού από την κρατική διοίκηση και τα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Με τις διατάξεις του ανωτέρω νόμου δόθηκε τέλος σε κάθε αυθαίρετη και αναξιοκρατική διαδικασία πρόσληψης. Η επιλογή του προσωπικού στο δημόσιο και στα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα διέπεται από διαφανείς, αντικειμενικές και αξιοκρατικές διαδικασίες, αποκαθιστώντας ταυτόχρονα την αρχή της ισότητας όλων των υποψηφίων που συμμετέχουν σε διαγωνισμούς πρόσληψης στο Δημόσιο τομέα. Η αναμόρφωση του συστήματος προσλήψεων και η καθολική υπαγωγή τους στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) με τις διατάξεις του ν. 3812/2009, αποκαθιστά την σχέση εμπιστοσύνης και διαφάνειας μεταξύ των πολιτών και της κρατικής διοίκησης, δεδομένου ότι το ΑΣΕΠ έχει κατοχυρωθεί στη συνείδηση των πολιτών για την ανεξάρτητη, αντικειμενική και αξιοκρατική λειτουργία του.
Με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου προωθείται αποφασιστικά η αποκατάσταση της αξιοκρατίας και της αξιοπιστίας της ελληνικής κρατικής διοίκησης και στο πεδίο της επιλογής προϊσταμένων όλων των υπηρεσιακών μονάδων του κράτους ολοκληρώνοντας ένα θεσμικό πλαίσιο που απελευθερώνει το κράτος, τη δημόσια διοίκηση και το ανθρώπινο δυναμικό της από τα πελατειακά δεσμά.
Στα πλαίσια αυτά, για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας, προωθείται ένα ολοκληρωμένο σύστημα των διαδικασιών και του τρόπου εισαγωγής και εξέλιξης στη Δημόσια Διοίκηση. Οι αρχές της αξιοκρατίας, της διαφάνειας και της αντικειμενικότητας καταλαμβάνουν πλέον όλο το φάσμα του ανθρώπινου δυναμικού στο δημόσιο τομέα.
Το παρόν σχέδιο νόμου αποτελεί μεγάλη τομή στη Δημόσια Διοίκηση προωθώντας ένα σύγχρονο σύστημα επιλογής προϊσταμένων με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια, το οποίο στηρίζεται σε δυο βασικούς άξονες:
Ο πρώτος άξονας αφορά τη σύσταση κατ’ αρχήν νέων, υψηλού κύρους και αξιοπιστίας, συλλογικών οργάνων επιλογής προϊσταμένων, των οποίων ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας τους διασφαλίζει την αξιοκρατία, διαφάνεια, αντικειμενικότητα και εγκυρότητα της πυραμίδας των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης.
Η θεσμοθέτηση, για πρώτη φορά, Ειδικού Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων (ΕΙ.Σ.Ε.Π.), το οποίο είναι αρμόδιο για την επιλογή προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων, γίνεται με τρόπο που διασφαλίζει την αντικειμενικότητα και το υψηλό κύρος του, αφού τα μέλη του προέρχονται πλέον από το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.) και το Συνήγορο του Πολίτη ύστερα από πρόταση των επικεφαλής των αρχών αυτών.
Τα Συμβούλια Επιλογής Προϊσταμένων (Σ.Ε.Π.), τα οποία είναι αρμόδια για την επιλογή των Διευθυντών, στελεχώνονται από Γενικούς Διευθυντές που έχουν επιλεγεί από το Ειδικό Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων (ΕΙ.Σ.Ε.Π.) με διαφανείς, αδιάβλητες και βασιζόμενες σε αντικειμενικά κριτήρια διαδικασίες.
Τα Υπηρεσιακά Συμβούλια των δημοσίων υπηρεσιών, τα οποία είναι αρμόδια για την επιλογή των Προϊσταμένων Τμημάτων, αποτελούνται από προϊσταμένους Διευθύνσεων και όχι υπαλλήλους που τοποθετούνται από τον αρμόδιο Υπουργό σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, εκ της ιδιότητάς τους ως μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου, όπως προέβλεπε το άρθρου 159 του ν. 3528/2007, ασκώντας ταυτόχρονα τις υπόλοιπες αρμοδιότητές τους.
Εξάλλου η συμμετοχή των εργαζομένων κρίνεται απαραίτητη σε αυτά τα υπηρεσιακά συμβούλια, που είναι αρμόδια για όλα τα θέματα των υπαλλήλων και την επιλογή των προϊσταμένων Τμημάτων, επειδή η επιλογή τους είναι η κυριότερη από όλες τις επιλογές των προϊσταμένων, αφού αποτελεί την πρώτη κλίμακα της διοικητικής ιεραρχίας για την οποία άλλωστε εισάγεται η δοκιμασία της γραπτής εξέτασης.
Ο δεύτερος άξονας είναι η εισαγωγή ενός σύγχρονου συστήματος επιλογής στελεχών, το οποίο θα λειτουργεί με γνώμονα τις αρχές της αξιοκρατίας και της διαφάνειας αλλά και θα υπηρετεί τις αυξημένες ανάγκες της σύγχρονης Δημόσιας Διοίκησης. Το προτεινόμενο σύστημα επιλογής προϊσταμένων βασίζεται στο συνδυασμό αξιολόγησης αντικειμενικών κριτηρίων, προερχόμενων από τρεις ομάδες. Οι ομάδες αυτές αναφέρονται στα επαγγελματικά (τυπικά) προσόντα, στην εργασιακή-διοικητική εμπειρία και στις ικανότητες-δεξιότητες των κρινόμενων υπαλλήλων.
Για πρώτη φορά εισάγεται η δοκιμασία της γραπτής εξέτασης που διενεργείται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης καθώς και η οριοθέτηση του περιεχομένου της συνέντευξης σε θεματικές ενότητες και ο καθορισμός της διαδικασίας διενέργειάς της, προκειμένου η βαθμολόγησή της να είναι αντικειμενική και αιτιολογημένη και σε κάθε περίπτωση να μπορεί να ελεγχθεί από τον ακυρωτικό δικαστή.
Οι αδιαφανείς, πελατειακές και αναξιοκρατικές επιλογές στην διοικητική ιεραρχία, απαξιώθηκαν από τη συντριπτική πλειοψηφία όχι μόνο των δημοσίων υπαλλήλων αλλά και των πολιτών γενικότερα, με αποτέλεσμα να οδηγήσουν στο περιθώριο και την αδράνεια, τη συντριπτική πλειοψηφία ικανού και παραγωγικού δυναμικού του δημοσίου.
Το προτεινόμενο σχέδιο νόμου εισάγοντας διαφανείς και αξιοκρατικές διαδικασίες αξιολόγησης των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα, αποκαθιστά στη συνείδησή τους τη σχέση εμπιστοσύνης που οφείλει να παρέχει κάθε σύγχρονο και ευνομούμενο κράτος. Ταυτόχρονα αποτελεί την κινητήρια δύναμη που θα ενεργοποιήσει τη Δημόσια Διοίκηση, αφυπνίζοντας μεγάλες, ικανές και δημιουργικές δυνάμεις της, δίνοντας κίνητρα για μεγαλύτερη απόδοση, αναδεικνύοντας άριστα και ικανά στελέχη με αποτέλεσμα την επίτευξη του κύριου στόχου, που δεν είναι άλλος από την εύρυθμη και απρόσκοπτη λειτουργία των δημοσίων υπηρεσιών, τη διασφάλιση της συνέχειας της διοίκησης και την αποσύνδεσή της από την οποιαδήποτε κυβερνητική θητεία.

Το νομοσχέδιο αποτελείται από τις πάγιες διατάξεις (Άρθρα Πρώτο και Δεύτερο), τις Τελικές Διατάξεις (Άρθρο Τρίτο), Μεταβατικές Διατάξεις, (Άρθρο Τέταρτο) και Λοιπές Διατάξεις (Άρθρο Πέμπτο).
Με το Άρθρο Πρώτο αντικαθίστανται τα άρθρα 84 έως 87 του Υπαλληλικού Κώδικα, ο οποίος κυρώθηκε με το ν.3528/2007, σχετικά με τις προϋποθέσεις, τα κριτήρια, τη διαδικασία επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, καθώς και την αναπλήρωση αυτών.
Με το Άρθρο Δεύτερο αντικαθίστανται τα άρθρα 157 έως 162. Με το άρθρο 157 ιδρύεται το Ειδικό Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων (ΕΙ.Σ.Ε.Π.), με τα υπόλοιπα άρθρα ρυθμίζονται τα θέματα της συγκρότησης των συμβουλίων επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, των αρμοδιοτήτων τους, της θητείας καθώς και της λειτουργίας των συμβουλίων αυτών.
Με το Άρθρο Τρίτο προστίθεται παράγραφος 11 στο τέλος του άρθρου 163 του Υ.Κ., το οποίο ρυθμίζει τα θέματα λειτουργίας του Δευτεροβάθμιου Πειθαρχικού Συμβουλίου.
Το Άρθρο Τέταρτο περιλαμβάνει τις Τελικές Διατάξεις.
Το Άρθρο Πέμπτο αφορά τη συγκρότηση των οργάνων επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, καθώς και τα κριτήρια και τη διαδικασία στο μεταβατικό στάδιο μέχρι τη συγκρότηση των οργάνων που προβλέπονται στις πάγιες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου.
Το Άρθρο Έκτο περιλαμβάνει τις λοιπές διατάξεις.
Το Άρθρο Έβδομο καθορίζει την έναρξη ισχύος του νόμου.
Ειδικότερα, οι προτεινόμενες κατά άρθρο ρυθμίσεις είναι οι ακόλουθες:

Άρθρο Πρώτο
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού τροποποιούνται τα άρθρα 84 έως 87 του Υπαλληλικού Κώδικα που προβλέπουν τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων. Ειδικότερα:
Α) Στο άρθρο 84 προβλέπονται οι προϋποθέσεις επιλογής προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων και Τμημάτων ή αυτοτελών γραφείων ή αντίστοιχου επιπέδου οργανικών μονάδων.
Οριοθετούνται πιο αυστηρές προϋποθέσεις για τους υποψηφίους για θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης. Συγκεκριμένα, απαιτείται η άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης για τουλάχιστον τρία (3) έτη, ανεξαρτήτως του συνολικού χρόνου υπηρεσίας, ή συνολικός χρόνος υπηρεσίας δέκα οκτώ 18 έτη και ένα (1) τουλάχιστον έτος άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης, σε αντίθεση με το ν. 3528/2007 που προέβλεπε, είκοσι (20) έτη χρόνο συνολικής υπηρεσίας, με την προϋπόθεση να διετέλεσε ή να είναι προϊστάμενος Διεύθυνσης κατά την ημέρα υποβολής της αίτησης (δηλαδή έστω και 1 ημέρα άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης). Mε τη διάταξη αυτή ένας προϊστάμενος Τμήματος, εφόσον είχε συνολική υπηρεσία είκοσι (20) ετών , μπορούσε να είναι υποψήφιος για θέση προϊσταμένου Γενικής Διεύθυνσης με έστω και μία (1) ημέρα άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης .
Ως προϊστάμενοι Διεύθυνσης επιλέγονται υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ ή ΤΕ με βαθμό Α`, οι οποίοι έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου τμήματος για τρία (3) τουλάχιστον έτη και, εάν δεν υπάρχουν υποψήφιοι με τις προϋποθέσεις αυτές, επιλέγονται υπάλληλοι με ένα (1) τουλάχιστον έτος υπηρεσίας προϊσταμένου τμήματος. Με την προαναφερόμενη διάταξη απαιτούνται πρόσθετες προϋποθέσεις για την επιλογή σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, ήτοι περισσότερος χρόνος άσκησης καθηκόντων σε θέση ευθύνης, σε σχέση με την ισχύουσα διάταξη στην οποία προβλέπεται μόνο ένα (1) έτος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου τμήματος. Έτσι με το προτεινόμενο σχέδιο νόμου επιτυγχάνεται η επιλογή των καλύτερων μεταξύ έμπειρων στελεχών που έχουν ικανό χρόνο άσκησης καθηκόντων σε θέση ευθύνης.
Ως προϊστάμενοι Τμήματος επιλέγονται υπάλληλοι κατηγορίας ΠΕ, ΤΕ ή ΔΕ με το βαθμό Α`, αν δεν υπάρχουν ή δεν επαρκούν, επιλέγονται υπάλληλοι βαθμού Β`, οι οποίοι έχουν συμπληρώσει ελάχιστο χρόνο υπηρεσίας στο βαθμό Β` τέσσερα (4) έτη και αν δεν επαρκούν οι υποψήφιοι με τις ως άνω προϋποθέσεις για την κάλυψη των θέσεων επιλέγονται υπάλληλοι με λιγότερο χρόνο στο βαθμό Β’. Η προσθήκη του τελευταίου εδαφίου της παραγράφου 3 έγινε για να καλυφθούν κενές θέσεις προϊσταμένου τμήματος, που συνήθως προκύπτουν σε περιφερειακές υπηρεσίες για την εύρυθμη λειτουργία των περιφερειακών οργανικών μονάδων.
Με την παράγραφο 5 του ως άνω άρθρου προβλέπεται για πρώτη φορά στον Υπαλληλικό Κώδικα ότι δεν επιτρέπεται να είναι υποψήφιος για την επιλογή προϊσταμένου οποιουδήποτε επιπέδου οργανικής μονάδας, υπάλληλος στον οποίο έχει επιβληθεί τελεσίδικα οποιαδήποτε πειθαρχική ποινή για παράπτωμα από αυτά που ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 109 του ν. 3528/2007, δηλαδή αυτά που μπορεί να επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης (π.χ. παράβαση καθήκοντος κατά τον Ποινικό Κώδικα ή άλλους ειδικούς νόμους, αποδοχή οποιασδήποτε υλικής εύνοιας ή ανταλλάγματος για το χειρισμό υπόθεσης από υπάλληλο κατά την άσκηση των καθηκόντων του, παραβίαση απορρήτων της υπηρεσίας κατά τις κείμενες διατάξεις κλπ). Κρίνεται δηλαδή ότι, οι υποψήφιοι για θέσεις ευθύνης στο δημόσιο, δεν επιτρέπεται να έχουν καταδικασθεί για σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα.
Στην παράγραφο 6 προβλέπεται ότι, οι προϋποθέσεις και τα κριτήρια για τη μοριοδότηση θα πρέπει να συντρέχουν κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων υποψηφιότητας για την επιλογή προϊσταμένων οργανικών μονάδων, ενώ με τις διατάξεις του ν. 3528/2007, οι προϋποθέσεις προβλεπόταν να συντρέχουν κατά την ημερομηνία λήξης της θητείας των προϊσταμένων. Η διάταξη αυτή κρίνεται αναγκαία δεδομένου ότι, έχει παρατηρηθεί συχνά το φαινόμενο, η προκήρυξη της θέσης να γίνεται πολύ αργότερα, ακόμη και μετά την πάροδο ετών από την ημερομηνία λήξης της θητείας των προϊσταμένων, με αποτέλεσμα, οι υπάλληλοι που συμπληρώνουν μεταγενέστερα τις απαιτούμενες προϋποθέσεις να αποκλείονται από τη διαδικασία επιλογής.
Σχετικά με την παράγραφο 7 διευκρινίζεται ότι στην περίπτωση που οι οργανικές διατάξεις προβλέπουν ότι υπάλληλοι κλάδων κατηγορίας ΔΕ προΐστανται σε θέση προϊσταμένων Διεύθυνσης, οι διατάξεις αυτές δεν ισχύουν εξαιτίας των ρυθμίσεων της παρ. 2 του παρόντος άρθρου.

Β) Με το άρθρο 85 καθορίζονται τα κριτήρια επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων όλων των επιπέδων. Με τις προωθούμενες ρυθμίσεις αυξάνονται τα μόρια της ομάδας επαγγελματικά – τεχνικά προσόντα, δηλαδή τίτλοι σπουδών, μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί τίτλοι, ξένες γλώσσες, αποφοίτηση από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης και την Εθνική Σχολή Τοπικής Αυτοδιοίκησης προκειμένου να επιλεγούν σε θέσεις ευθύνης καταρτισμένα στελέχη. Από το συνδυασμό των μορίων των κριτηρίων της ομάδας εργασιακή – διοικητική εμπειρία (συνολικός χρόνος υπηρεσίας και χρόνος υπηρεσίας σε θέσεις προϊσταμένων οργανικής μονάδας) με τα μόρια της ομάδας επαγγελματικά – τεχνικά προσόντα επιτυγχάνεται η επιλογή στελεχών με άρτια επαγγελματική κατάρτιση και ταυτόχρονα με ικανή σε χρονική διάρκεια υπηρεσιακή και διοικητική εμπειρία, ώστε να στελεχωθεί με τον διαφανέστερο και αντικειμενικότερο τρόπο η Δημόσια Διοίκηση.
Ειδικότερα, για την υπηρεσιακή αξιολόγηση ο υποψήφιος λαμβάνει έως 300 μόρια, αντί για 700 μόρια με το ισχύον σύστημα. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία δεδομένου ότι παρατηρείται στην πράξη η ύπαρξη μεγάλου ποσοστού υπαλλήλων που δεν διαθέτουν εκθέσεις αξιολόγησης είτε από υπαιτιότητα της υπηρεσίας, είτε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών. Κατά κοινή ομολογία το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων λειτούργησε με υποκειμενικό τρόπο από τους αξιολογητές, με αποτέλεσμα να απαξιωθεί στη συνείδηση των υπαλλήλων και να καταστεί αναξιόπιστο και ισοπεδωτικό, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειοψηφία τους χαρακτηρίζονται ως άριστοι χωρίς καμιά ουσιαστική αιτιολογία. Ως εκ τούτου κρίνεται αναγκαία η θέσπιση ενός νέου ολοκληρωμένου συστήματος αξιολόγησης, το οποίο θα στηρίζεται στην απόδοση των οργανικών μονάδων και ταυτόχρονα στην συμβολή του κάθε υπαλλήλου καθ’ όλη τη διάρκεια της καριέρας του στις οργανικές μονάδες που προσφέρει τις υπηρεσίες του.
Η συνέντευξη διενεργείται πλέον από το Ειδικό Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων (ΕΙ.Σ.Ε.Π.), ένα ανεξάρτητο αυξημένου κύρους όργανο, (απαρτιζόμενο από μέλη του Α.Σ.Ε.Π. και του Συνηγόρου του Πολίτη), με εξειδίκευση του περιεχομένου της, της διαδικασίας διενέργειάς της, καθώς και της πλήρους αιτιολόγησης του βαθμού της από τα μέλη του συμβουλίου. Προβλέπεται ότι, το περιεχόμενο της συνέντευξης, η οποία οριοθετείται και επικεντρώνεται στη διακρίβωση της επαγγελματικής δράσης, της γνώσης των θεμάτων του φορέα και την ικανότητα διοίκησης του κρινόμενου, θα αναγράφεται συνοπτικά στο πρακτικό του ΕΙ.Σ.Ε.Π. και η βαθμολογία για τον κάθε υποψήφιο χωριστά θα αιτιολογείται από το κάθε μέλος, προκειμένου η βαθμολόγηση να είναι αντικειμενική και αιτιολογημένη και σε κάθε περίπτωση να μπορεί να ελεγχθεί από τον ακυρωτικό δικαστή. Στη συνέντευξη μπορεί να παρίστανται οι λοιποί συνυποψήφιοι.
Ανάλογη πρόβλεψη ισχύει και για την επιλογή των προϊσταμένων Διευθύνσεων.
Για την επιλογή προϊσταμένων όλων των οργανικών μονάδων (Γενικών Διευθύνσεων, Διευθύνσεων, Τμημάτων), πέραν των ανωτέρω αναφερομένων αντικειμενικών κριτηρίων με εξαίρεση τη συνέντευξη για τους προϊσταμένους Τμήματος, προβλέπεται για πρώτη φορά η διαφανής διαδικασία της γραπτής εξέτασης μέσα από ερωτηματολόγια πολλαπλών επιλογών, η οποία θα διενεργείται από το Εθνικό Κέντρο Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης. Η πρόβλεψη γραπτής εξέτασης αποτελεί σημαντική καινοτομία του εν λόγω νομοσχεδίου εισάγοντας ένα αξιοκρατικό σύστημα διακρίβωσης των γνώσεων του υποψηφίου, όσο και της συνθετικής και αναλυτικής του σκέψης, προσόντα απαραίτητα για τα στελέχη της δημόσιας διοίκησης.
Παράλληλα, εισάγεται η υποχρέωση των μελών του ΕΙ.Σ.Ε.Π., των Σ.Ε.Π. και των Υπηρεσιακών Συμβουλίων για μείωση των μορίων του υποψηφίου στην περίπτωση συστηματικά επαναλαμβανόμενων αναρρωτικών αδειών και πειθαρχικών ποινών, σε αντίθεση με τα μέχρι σήμερα ισχύοντα, που απλώς συνεκτιμώνται κατά την επιλογή, χωρίς να επιφέρουν μείωση των μορίων του υποψηφίου.

Γ) Με την παρ. 1 του άρθρου 86 προβλέπεται ότι αν κατά τη διάρκεια της συνέντευξης τα μέλη του ΕΙ.Σ.Ε.Π. ή των Σ.Ε.Π. και για τα μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων από προσωπική γνώση και αντίληψη διαπιστώσουν ότι ο υποψήφιος είναι ακατάλληλος για την άσκηση των καθηκόντων προϊσταμένου οργανικής μονάδας, μπορούν με πλήρως αιτιολογημένη ομόφωνη απόφασή τους να τον αποκλείσουν από την επιλογή, ανεξάρτητα από τη σειρά κατάταξής του με βάση τη βαθμολογία που συγκέντρωσε. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται αναγκαία δεδομένου ότι, δεν αποκλείεται, υπάλληλοι με αυξημένα τυπικά προσόντα να είναι καταφανώς ακατάλληλοι για την άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου.
Με την παρ. 3 προβλέπεται ότι για την προκήρυξη των θέσεων προϊσταμένων Διευθύνσεων, Τμημάτων εκδίδεται απόφαση – προκήρυξη, με την οποία τίθεται προθεσμία δέκα (10) εργασίμων ημερών για την υποβολή αίτησης. Με το ν. 3528/2007 ίσχυε ότι, αίτηση του υπαλλήλου υποβάλλεται μόνο για τις θέσεις προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων ή μόνο για τις περιπτώσεις κάλυψης θέσης προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος που κενώθηκε πριν τη λήξη της θητείας του. Με την ως άνω τροποποίηση προβλέπεται η υποβολή αίτησης σε όλες τις περιπτώσεις επιλογής προϊσταμένων οργανικών μονάδων, δηλαδή και στις περιπτώσεις λήξης της θητείας. Σκοπός της διάταξης είναι να κρίνονται μόνο εκείνοι που επιθυμούν και όχι όλοι όσοι πληρούν μεν τις προϋποθέσεις αλλά ενδεχομένως δεν επιθυμούν να ασκήσουν τα καθήκοντα προϊσταμένου. Με τον τρόπο αυτό οι υποψήφιοι θα είναι λιγότεροι και η διαδικασία ταχύτερη.
Με την παρ. 4 προβλέπεται ότι η θητεία των προϊσταμένων όλων των επιπέδων αυξάνει από τρία (3) σε πέντε (5) έτη, προκειμένου να επιτυγχάνεται η συνέχεια της Διοίκησης και η αποσύνδεσή τους από την οποιαδήποτε κυβερνητική θητεία.
Με την παρ. 5 προβλέπεται ότι, με απόφαση του ΕΙ.Σ.Ε.Π., των Σ.Ε.Π. και των Υπηρεσιακών Συμβουλίων κατά περίπτωση ο προϊστάμενος οργανικής μονάδας μπορεί να απαλλαγεί από τα καθήκοντά του και πριν από τη λήξη της θητείας, για σοβαρό λόγο αναγόμενο στην πλημμελή άσκηση των υπηρεσιακών του καθηκόντων και ιδιαίτερα για αδικαιολόγητη επιείκεια ή μεροληψία κατά τη σύνταξη των εκθέσεων αξιολόγησης, για πλημμελή άσκηση ή αδυναμία άσκησης ελέγχου επί των υπαλλήλων, για μη προσήκουσα συμπεριφορά προς τους πολίτες, ευθυνοφοβία, απροθυμία για την εφαρμογή νέων μεθόδων οργάνωσης, λειτουργίας και αποδοτικότητας, αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη διεκπεραίωση των υποθέσεων, κακή συνεργασία με λοιπούς προϊσταμένους και μειωμένη ποιοτική και ποσοτική απόδοση. Με την προαναφερόμενη ρύθμιση διευκρινίζεται ότι, η δυνατότητα απαλλαγής αφορά και στους προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης, δεδομένου δεν ήταν σαφές εάν αφορούσε και τους προϊσταμένους αυτούς. Η διαρκής αξιολόγηση και ο έλεγχος της αποτελεσματικότητας των προϊσταμένων των υπηρεσιών, αποτελεί υποχρέωση των, θεσμοθετούμενων με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση Συμβουλίων, με αποτέλεσμα όλοι να έχουν την πεποίθηση και να αποκομίζουν την αίσθηση ότι κρίνονται συνεχώς από την ποιότητα των προσφερομένων υπηρεσιών τους.

Δ) Τέλος, με το άρθρο 87 προκειμένου για την αναπλήρωση των προϊσταμένων Διεύθυνσης προβλέπεται ότι ο αναπληρωτής θα πρέπει να υπηρετεί σε κλάδο του οποίου οι υπάλληλοι μπορούν να προΐστανται σύμφωνα με τις οικείες οργανικές διατάξεις, σε αντίθεση με το ν. 3528/2007 που δεν προέβλεπε αυτή την προϋπόθεση, με αποτέλεσμα να ορίζονται αναπληρωτές σε θέσεις προϊσταμένων Διεύθυνσης, υπάλληλοι που δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις των οικείων οργανικών διατάξεων.

Άρθρο Δεύτερο
Με το Άρθρο Δεύτερο αντικαθίστανται τα άρθρα 157 έως 162 και προστίθεται άρθρο 162Α.
Με το άρθρο 157 συνιστάται για πρώτη φορά το Ειδικό Συμβούλιο Επιλογής Προϊσταμένων (ΕΙ.Σ.Ε.Π.), το οποίο συγκροτείται μετά από απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και αποτελείται από τέσσερα (4) μέλη του Α.Σ.Ε.Π και ένα (1) μέλος του Συνηγόρου του Πολίτη, τα οποία προτείνονται από τους επικεφαλής των αρχών αυτών. Με τη σύσταση του οργάνου αυτού διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η αξιοκρατία στις επιλογές των προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων, δεδομένου ότι τα μέλη του Συμβουλίου αυτού ως μέλη του Α.Σ.Ε.Π. προτείνονται από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των 4/5.
Επιπλέον η συμμετοχή του βοηθού Συνηγόρου του Πολίτη στο Συμβούλιο συμβάλλει στην αντικειμενική αξιολόγηση των υποψηφίων, επειδή ο ΣτΠ είναι ο μόνος που μπορεί να συνεισφέρει λόγω της εμπειρίας του, ως προς την καλή λειτουργία των υπηρεσιών, των οποίων προϊστάμενος ήταν ο κρινόμενος, μέσα από το πρίσμα των ίδιων των πολιτών και β) είναι σε θέση να εξειδικεύει τις απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος για τη συγκεκριμένη θέση, για την οποία είναι υποψήφιος ο κρινόμενος. Η ανεξάρτητη, διαφανής, αντικειμενική και αξιοκρατική λειτουργία των αρχών αυτών εξασφαλίζει την επίτευξη του κύριου στόχου αυτής της νομοθετικής ρύθμισης, της στελέχωσης δηλ. των δημοσίων υπηρεσιών με τους ικανότερους και αποτελεσματικότερους προϊσταμένους στην κορυφή της πυραμίδας της ιεραρχίας
Με το άρθρο 158 συστήνονται τα Συμβούλια Επιλογής Προϊσταμένων (Σ.Ε.Π.), τα οποία επιλέγουν τους προϊσταμένους Διευθύνσεων. Τα Σ.Ε.Π. αποτελούνται από τρεις (3) Γενικούς Διευθυντές, εκ των οποίων δύο (2) προέρχονται από την οικεία υπηρεσία και ένας (1) από άλλη υπηρεσία. Με την προωθούμενη ρύθμιση ανατίθεται η επιλογή των προϊσταμένων Διευθύνσεων από προϊσταμένους του ανώτατου ιεραρχικού επιπέδου της Δημόσιας Διοίκησης, των οποίων η επιλογή έγινε από ένα αντικειμενικό και υψηλού κύρους συμβούλιο, όπως είναι το ΕΙ.Σ.Ε.Π., διασφαλίζοντας με αυτό τον τρόπο την αντικειμενική και αξιοκρατική επιλογή των προϊσταμένων Διευθύνσεων, χωρίς κομματικές ή άλλου είδους εξαρτήσεις.
Με τις ρυθμίσεις του άρθρου 159 προβλέπεται νέα συγκρότηση των υπηρεσιακών συμβουλίων των δημοσίων υπηρεσιών, τα οποία είναι αρμόδια για την επιλογή των Προϊσταμένων Τμημάτων και αποτελούνται από προϊσταμένους Διευθύνσεων και όχι υπαλλήλους που τοποθετούνται από τον αρμόδιο Υπουργό σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης, εκ της ιδιότητάς τους ως μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου, όπως προέβλεπε το άρθρου 159 του ν. 3528/2007, ασκώντας ταυτόχρονα τις υπόλοιπες αρμοδιότητές τους. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επίλυση των υποθέσεων που εκκρεμούν σε αυτά, διασφαλίζοντας εν τέλει την αρτιότερη και αντικειμενική λειτουργία του συλλογικού οργάνου και της δημόσιας διοίκησης γενικότερα.
Με το άρθρο 161 επαναλαμβάνεται ο πάγιος κανόνας για την εκπροσώπηση των δυο φύλων στα υπηρεσιακά συμβούλια σύμφωνα με τον οποίο, ο αριθμός των οριζομένων από την υπηρεσία μελών κάθε φύλου ανέρχεται σε ποσοστό ίσο τουλάχιστον με το ένα τρίτο (1/3) των οριζομένων.
Στις διατάξεις του άρθρου 162 περιγράφεται η λειτουργία των υπηρεσιακών συμβουλίων. Ειδικότερα με την παράγραφο 6 προβλέπεται για πρώτη φορά η υποχρέωση των συμβουλίων να υπογράφουν τα πρακτικά το συντομότερο δυνατόν και πάντως όχι πέραν του διμήνου από τη συνεδρίαση κατά την οποία λήφθηκε η απόφαση, με σκοπό να ολοκληρώνονται εντός εύλογου χρόνου οι διαδικασίες στα συμβούλια και να αποφεύγονται οι καθυστερήσεις.

Άρθρο Τρίτο
Στο τέλος του άρθρου 163 του Υ.Κ., προστίθεται παράγραφος 11 ως εξής:
Το Δευτεροβάθμιο Πειθαρχικό Συμβούλιο λειτουργεί αποκλειστικά ως πειθαρχικό με την επιφύλαξη του άρθρου 95. Κρίνει σε δεύτερο βαθμό, κατά το νόμο και την ουσία και κατ’ εξαίρεση σε πρώτο βαθμό όταν αυτό προβλέπεται. Το συμβούλιο αυτό λειτουργεί και ως πειθαρχικό των Προϊσταμένων Γενικών Διευθύνσεων, το οποίο κρίνει σε πρώτο και τελευταίο βαθμό.

Άρθρο Τέταρτο – Τελικές Διατάξεις
Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι, προκειμένου για τους υπαλλήλους που υπηρετούν ή υπηρέτησαν στη Μόνιμη Ελληνική Αντιπροσωπεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε άλλα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή σε διεθνείς οργανισμούς, ο χρόνος υπηρεσίας τους στις υπηρεσίες αυτές λογίζεται ως χρόνος άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου Τμήματος ή προϊσταμένου Διεύθυνσης, εφόσον είχαν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου οργανικής μονάδας. Με τη ρύθμιση αυτή αξιοποιείται μια σημαντική εμπειρία των υπαλλήλων αυτών που αποκτήθηκε στις εν λόγω υπηρεσίες.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 2 προβλέπεται ότι ο χρόνος υπηρεσίας, ο οποίος βάσει ειδικών διατάξεων που ισχύουν κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος, λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου Διεύθυνσης ή Τμήματος, λαμβάνεται υπόψη μόνο για την εφαρμογή του άρθρου 84 του παρόντος. Με τη διάταξη αυτή ρυθμίζεται ο υπολογισμός του χρόνου υπηρεσίας που λογίζεται, σύμφωνα με ειδικές διατάξεις ότι έχει διανυθεί σε θέση προϊσταμένου Τμήματος ή Διεύθυνσης, όπως π.χ. των υπαλλήλων που υπηρετούν σε θέσεις Ειδικών Υπηρεσιών Διαχείρισης Κοινοτικών Προγραμμάτων, σε ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, σε ελεγκτικά σώματα κλπ. Σύμφωνα με την προωθούμενη ρύθμιση, ο χρόνος αυτός θα υπολογίζεται προκειμένου οι υπάλληλοι να συμπληρώνουν τον απαιτούμενο χρόνο για να συμμετέχουν σε διαδικασία επιλογής προϊσταμένων, όπου αυτό απαιτείται (δηλαδή σε θέση προϊσταμένων Διεύθυνσης και Γενικής Διεύθυνσης), αλλά δεν θα μοριοδοτούνται με πρόσθετα μόρια σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 85, δεδομένου ότι δεν έχουν ασκήσει στην πράξη τα καθήκοντα αυτά.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 3 προβλέπεται ότι ο χρόνος υπηρεσίας που διανύθηκε σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας με νόμιμη αναπλήρωση, λογίζεται ως χρόνος υπηρεσίας σε θέση προϊσταμένου οργανικής μονάδας και λαμβάνεται υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 84 και 85. Η ρύθμιση αυτή κρίνεται δίκαιη δεδομένου ότι υπάρχει εν τοις πράγμασι άσκηση καθηκόντων προϊσταμένου με νόμιμο τρόπο.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 προβλέπεται ότι με τους οργανισμούς των υπηρεσιών μπορεί να προβλέπεται, όπου κρίνεται αναγκαίο, ως τυπικό προσόν για την πλήρωση θέσεων προϊσταμένων οργανικών μονάδων η άριστη ή πολύ καλή γνώση ξένης γλώσσας.
Με τις διατάξεις της παραγράφου 4 προβλέπεται ότι όλα τα Συμβούλια συντάσσουν ετήσιες εκθέσεις, στις οποίες αναφέρεται η αποτελεσματικότητα τόσο της λειτουργίας τους όσο και του εφαρμοζόμενου συστήματος επιλογής προϊσταμένων καθώς και ο εντοπισμός προβλημάτων με ταυτόχρονη διατύπωση προτάσεων βελτίωσης των διαδικασιών που ακολουθούνται.

Άρθρο Πέμπτο – Μεταβατικές Διατάξεις
Με την πρώτη παράγραφο του πέμπτου άρθρου προβλέπεται ότι με τη δημοσίευση του νόμου αυτού λήγει η θητεία των υπηρεσιακών συμβουλίων των δημοσίων υπηρεσιών και των Ν.Π.Δ.Δ., επειδή τα μέλη τους ορίστηκαν με απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού ή του μονομελούς οργάνου διοίκησης (Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας, Διοικητή, Προέδρου Διοικητικού Συμβουλίου) με αδιαφανείς διαδικασίες εξυπηρετώντας κομματικές ή πελατειακές λογικές. Αυτό έχει ως συνέπεια τα συλλογικά αυτά όργανα να είναι εκ προοιμίου χειραγωγημένα και εξαρτημένα, οι δε αποφάσεις τους να μην είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης και αντικειμενικής βούλησής τους. Ο ορισμός των μελών αυτών έγινε με τις διατάξεις του ν. 3528/2007, οι οποίες προβλέπουν τον ορισμό ενός μονίμου υπαλλήλου μεταξύ πέντε εν ενεργεία προϊσταμένων Διεύθυνσης, με ελεύθερη επιλογή του οικείου Υπουργού, και δύο μονίμων υπαλλήλων που δεν απαιτείται να έχουν ασκήσει καθήκοντα προϊσταμένου Διεύθυνσης και οι οποίοι διορίζονται απευθείας από τον Υπουργό μέσα από μία πολυάριθμη ομάδα υπαλλήλων χωρίς τη συνδρομή κανενός αντικειμενικού κριτηρίου.
Σε αντικατάσταση αυτών των υπηρεσιακών συμβουλίων στη μεταβατική περίοδο μέχρι τη συγκρότηση των Σ.Ε.Π. και των Υπηρεσιακών Συμβουλίων, τα οποία θα συγκροτηθούν όταν επιλεγούν οι προϊστάμενοι των Γενικών Διευθύνσεων από το ΕΙ.Σ.Ε.Π., ορίζονται τα τρία (3) μέλη των υπηρεσιακών συμβουλίων με απόλυτα αντικειμενικό τρόπο και συγκεκριμένα μεταξύ των πέντε (5) αρχαιοτέρων προϊσταμένων Διεύθυνσης, δηλαδή των υπαλλήλων που έχουν τον περισσότερο χρόνο άσκησης καθηκόντων προϊσταμένου Διεύθυνσης ύστερα από δημόσια κλήρωση, με τη συμμετοχή των δύο αιρετών εκπροσώπων των εργαζομένων.
Επίσης, λήγει η θητεία του Ειδικού Υπηρεσιακού Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται πλέον από συνταξιούχους ανώτατους δικαστικούς λειτουργούς της Διοικητικής Δικαιοσύνης ή του Ελεγκτικού Συνεδρίου ή του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Το Ειδικό Υπηρεσιακό Συμβούλιο θα επιλέξει προϊσταμένους Γενικής Διεύθυνσης, μέχρι την εφαρμογή του νέου συστήματος επιλογής προϊσταμένων και τη λειτουργία του ΕΙ.Σ.Ε.Π. Για τη συγκεκριμένη συγκρότηση επελέγησαν μόνο συνταξιούχοι ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί και συνταξιούχοι Νομικοί Σύμβουλοι του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, επειδή η επιλογή θα γίνει αποκλειστικά με τα αντικειμενικά κριτήρια και θα πρέπει να διασφαλιστεί η νομιμότητα της διαδικασίας.
Με τη δεύτερη παράγραφο του άρθρου των μεταβατικών διατάξεων προβλέπεται ότι, με τη δημοσίευση του νόμου αυτού λήγει η θητεία όλων των προϊσταμένων οργανικών μονάδων των δημοσίων υπηρεσιών, των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου. Οι προϊστάμενοι αυτοί, στην πλειοψηφία τους, επελέγησαν χωρίς την εφαρμογή αντικειμενικών κριτηρίων αλλά με τις διατάξεις του ν. 3260/2004, ο οποίος προέβλεπε την επιλογή των προϊσταμένων με απόφαση των υπηρεσιακών συμβουλίων, που προαναφέρθηκαν, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένα αντικειμενικό κριτήριο. Συγκεκριμένα οι διατάξεις αυτές προέβλεπαν ότι, «η επιλογή γίνεται με βάση τα στοιχεία του προσωπικού μητρώου κάθε υπαλλήλου, από τα οποία ιδιαίτερα εκτιμώνται η άρτια επαγγελματική κατάρτιση και οι επιστημονικές γνώσεις, η δραστηριότητα στην υπηρεσία, η ικανότητα ανάληψης πρωτοβουλιών και ευθυνών, η ευχέρεια προγραμματισμού και συντονισμού, καθώς και η ικανότητα υποκίνησης των υφισταμένων για την επίτευξη στόχων», στοιχεία τα οποία δεν αμφισβητείται από κανένα ότι πρέπει να συμπεριλαμβάνονται μεταξύ αυτών που θα οδηγήσουν στην απόφαση επιλογής των προϊσταμένων. Επειδή όμως τα στοιχεία αυτά δεν ήταν οριοθετημένα και μετρήσιμα άφηναν περιθώρια για απόλυτη υποκειμενική κρίση των μελών του υπηρεσιακού συμβουλίου, με αποτέλεσμα η κρίση τους αυτή να μην είναι ευχερώς ελέγξιμη από τα διοικητικά Δικαστήρια.
Ο συνδυασμός της αυθαίρετης επιλογής των μελών των υπηρεσιακών συμβουλίων με την ανυπαρξία αντικειμενικών και αξιοκρατικών κριτηρίων στις εφαρμοζόμενες διατάξεις για την επιλογή προϊσταμένων, αφενός οδήγησε στη στελέχωση των δημοσίων υπηρεσιών με προϊσταμένους που σε καμία περίπτωση δεν έχουν κατ’ αρχήν την έξωθεν καλή μαρτυρία ότι επελέγησαν αξιοκρατικά και αφετέρου η προβληματική και αναποτελεσματική λειτουργία της Δημόσιας Διοίκησης σε πολλούς τομείς, κατέδειξε ότι πολλοί εκ των επιλεγέντων προϊσταμένων ήταν ακατάλληλοι και ανεπαρκείς για τις θέσεις που κατέλαβαν. Επιπλέον, αποτέλεσμα όλης αυτής της διαδικασίας είναι από τη μία πλευρά ικανά στελέχη που επελέγησαν από μια αναξιοκρατική διαδικασία να μην καταξιώνονται στην διοικητική ιεραρχία και από την άλλη πλευρά λόγω της επικρατούσας πελατειακής λογικής, άξια στελέχη να καθηλώνονται στην αδράνεια και να εξωθούνται στο περιθώριο.
Προκειμένου να λειτουργήσει άμεσα η Διοίκηση και να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, κρίνεται αναγκαίο στη μεταβατική αυτή περίοδο, να επιλεγούν προϊστάμενοι με τον ταχύτερο αλλά ταυτόχρονα αντικειμενικό και διαφανή τρόπο.
Για το σκοπό αυτό με την παράγραφο 4 του παρόντος άρθρου επελέγησαν τα κριτήρια που προβλέπονται στις πάγιες διατάξεις του παρόντος σχεδίου νόμου, με εξαίρεση το κριτήριο της υπηρεσιακής αξιολόγησης, της συνέντευξης και της γραπτής εξέτασης. Όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων αποδείχθηκε αναξιόπιστο και ισοπεδωτικό με συνέπεια να καθίσταται αδύνατη και αναποτελεσματική η συμβολή, τού πλέον σημαντικού κριτηρίου για την επιλογή των στελεχών της Δημόσιας Διοίκησης. Επίσης παραλείπεται για τη μεταβατική περίοδο το κριτήριο της συνέντευξης καθόσον αυτή για να είναι αποτελεσματική αφενός απαιτεί υψηλού επιπέδου όργανα, τα οποία θεσμοθετούνται με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και αφετέρου απαιτείται ο λεπτομερής σχεδιασμός της, ο οποίος θα επικεντρώνεται στο τρίπτυχο διακρίβωσης της επαγγελματικής δράσης, της γνώσης των θεμάτων του φορέα και την ικανότητα διοίκησης, προκειμένου η βαθμολόγηση να είναι αντικειμενική και αιτιολογημένη οδηγώντας στο προσδοκώμενο αποτέλεσμα και σε κάθε περίπτωση να μπορεί να ελεγχθεί από τον ακυρωτικό δικαστή.
Έτσι, στη μεταβατική περίοδο, τα υπηρεσιακά συμβούλια, που για πρώτη φορά στην ιστορία της Δημόσιας Διοίκησης, δεν επιλέγονται με την απολύτως διακριτική ευχέρεια του οικείου Υπουργού, θα αποφασίσουν μόνο με βάση τα αντικειμενικά κριτήρια που προβλέπονται στις πάγιες διατάξεις του παρόντος νόμου χωρίς να υπάρχει περιθώριο για υποκειμενικές κρίσεις των μελών τους.
Με την παράγραφο 7 προβλέπεται ότι, όσοι θα επιλεγούν με τις μεταβατικές διατάξεις θα τοποθετηθούν με απόφαση του αρμοδίου οργάνου, ως προϊστάμενοι σε αντίστοιχου επιπέδου οργανικές μονάδες και θα υπηρετήσουν για μειωμένη θητεία και συγκεκριμένα έως την επιλογή και τοποθέτηση των προϊσταμένων που θα επιλεγούν από το ΕΙ.Σ.Ε.Π., τα Σ.Ε.Π. και τα Υπηρεσιακά Συμβούλια με τις πάγιες διατάξεις του προτεινόμενου σχεδίου νόμου. Αξίζει να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά προβλέπεται με τις μεταβατικές διατάξεις ενός νόμου μειωμένη θητεία προϊσταμένων, δεδομένου ότι μέχρι σήμερα όσοι επιλέγονταν για το μεταβατικό στάδιο κάποιου νόμου στην πράξη υπηρετούσαν για πλήρη θητεία σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις πάγιες διατάξεις του.
Με την παράγραφο 8 του πέμπτου άρθρου προβλέπεται ότι με τη δημοσίευση του νόμου αυτού λήγει η θητεία των Υπηρεσιακών Συμβουλίων των Περιφερειακών Υπηρεσιακών Συμβουλίων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΥΣΠΕ), των Περιφερειακών Υπηρεσιακών Συμβουλίων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΠΥΣΔΕ), των Ανώτερων Υπηρεσιακών Συμβουλίων Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΠΥΣΠΕ) και των Ανώτερων Υπηρεσιακών Συμβουλίων Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης (ΑΠΥΣΔΕ) αντίστοιχα, του Υπουργείου Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, επειδή τα μέλη τους ορίστηκαν με απόλυτη διακριτική ευχέρεια του Υπουργού με αδιαφανείς διαδικασίες εξυπηρετώντας κομματικές ή πελατειακές λογικές. Εξαιρούνται τα αιρετά μέλη των Συμβουλίων αυτών, που εξακολουθούν να ασκούν τις αρμοδιότητές τους ως τη λήξη της θητείας τους.

Άρθρο Έκτο – Λοιπές Διατάξεις
Με την παράγραφο 1 του άρθρου αυτού προβλέπεται η αύξηση των θέσεων του μελών του Α.Σ.Ε.Π., προκειμένου το Α.Σ.Ε.Π. να μην επιβαρυνθεί επιπλέον στο κύριο έργο του που είναι η επιλογή του προσωπικού της δημόσιας διοίκησης.
Με τις παραγράφους 2 και 3 του έκτου άρθρου προβλέπεται νέα συγκρότηση στα ΠΥΣΠΕ και ΠΥΣΔΕ του Υπουργείου Παιδείας Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων με αντικειμενικά και αξιοκρατικά κριτήρια, διότι στο πλαίσιο της ποιοτικής αναβάθμισης της παιδείας καθίσταται εφικτή η αναγκαία δυνατότητα συμμετοχής όλων των στελεχών της εκπαίδευσης στη σύνθεση των υπηρεσιακών συμβουλίων. Για τα λοιπά θέματα εφαρμόζονται οι ισχύουσες διατάξεις.
Με τις ρυθμίσεις της παραγράφου 4 επιδιώκεται, αφενός, ο εξορθολογισμός άσκησης αρμοδιοτήτων των αναφερόμενων υπηρεσιών, στο πλαίσιο της συνάφειας αυτών προς τις καθ’ ύλην αρμοδιότητες των οικείων Υπουργείων, όπως αυτές ανακαθορίσθηκαν με τα ΠΔ 184&189/2009, αφετέρου, η κατά το δυνατόν εύρυθμη λειτουργία και η αποφυγή επικάλυψης αρμοδιοτήτων των υπηρεσιών που μεταφέρονται.
Με την παράγραφο 5 παρατείνεται η ισχύς της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου του 40 του ν. 3734/2009 [ΦΕΚ Α 8], μετά τη λήξη της, την 31.12.2009 μέχρι την 31.12.2010, προκειμένου να ανασταλεί για ένα ακόμη έτος η ισχύς της διάταξης του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3270/2004 για την ένταξη στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης των Γραφείων Εξωτερικού του Ε.Ο.Τ., τα οποία αποτελούσαν οργανικές μονάδες του ΕΟΤ σε επίπεδο τμήματος βάσει του π.δ. 343/2001, εντάχθηκαν στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης.
Ήδη, ενόψει του ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι υπηρεσιακοί λόγοι που επέβαλλαν την αναστολή της, κατ’ εφαρμογή του ν. 3270/2004, υπαγωγής των Γραφείων Εξωτερικού στο Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού, προτείνεται όπως ανασταλεί για ένα ακόμη έτος η ισχύς της άνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 7 του ν. 3270/2004 για την ένταξη στο Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης των Γραφείων Εξωτερικού του Ε.Ο.Τ.

Άρθρο Έβδομο
Με το άρθρο έβδομο προβλέπεται ότι ο νόμος αυτός αρχίζει να ισχύει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις του.

Αθήνα, 1η Μαρτίου 2010
Ο Πρωθυπουργός

Γεώργιος Παπανδρέου

Οι Υπουργοί

Εσωτερικών, Αποκέντρωσης Οικονομικών
και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης

Ιωάννης Ραγκούσης Γεώργιος Παπακωσταντίνου

Παιδείας Δια Βίου Μάθησης
και Θρησκευμάτων

Άννα Διαμαντοπούλου

Πολιτισμού και Τουρισμού

Παύλος Γερουλάνος