ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΥΠΕΣΔΑ ΝΙΚΟΥ ΒΟΥΤΣΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΥΓΗ

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΥΠΕΣΔΑ ΝΙΚΟΥ ΒΟΥΤΣΗ ΣΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΥΓΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΟΙΒΟ ΚΛΑΥΔΙΑΝΟ
 
 
  Σε τι αποσκοπεί η προσφυγή στις εκλογές;
«Σε μια κατά το δυνατόν σαφή και καθαρή λαϊκή εντολή. Στο να προχωρήσει μια κυβέρνηση με τη μεγαλύτερη δυνατή κοινοβουλευτική πλειοψηφία στην έκφραση μιας πολιτικής που θα δίνει αναπτυξιακό και κοινωνικό πρόσημο στην οικονομία. Κυρίως, όμως, θα αποκαθιστά το αίτημα και το αίσθημα της κοινωνικής δικαιοσύνης με μια μεροληπτική πολιτική για τους κοινωνικά αδύναμους, σε κόντρα με πολιτικές που επιβάλλονται ακόμα και από την παρούσα συμφωνία. Αλλά και με το ουσιαστικό χτύπημα της διαφθοράς και της διαπλοκής.
Αυτή η καινούργια εντολή θα είναι σημάδι επανεκκίνησης. Ο κύκλος της προηγούμενης εντολής έκλεισε. Τον απολογισμό τον κάνουμε κάθε μέρα μπροστά στον λαό, όπως επιχείρησε και ο πρωθυπουργός με το διάγγελμά του. Δεν ισχύουν, λοιπόν, τα περί τακτικίστικων ελιγμών για την επιλογή των εκλογών. Η απόφαση ελήφθη -επί της ουσίας- το πρωί της 14ης Αυγούστου, όταν η κυβερνητική πλειοψηφία υποχώρησε κάτω από το ελάχιστο όριο των 120 βουλευτών».
 
     * Ποιος είναι ο εκλογικός στόχος;
«Να εκφραστεί το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων που έχουν υποφέρει από τις υφεσιακές πολιτικές της πενταετίας, σε μια προοπτική ελπίδας για μια ουσιαστική ανάταξη του κοινωνικού ιστού. Προφανώς, θα θέλαμε με βάση τον ισχύοντα εκλογικό νόμο να υπάρχει η δυνατότητα αυτοδυναμίας. Δεν είναι όμως αυτοσκοπός, γι’ αυτό θα επιδιώξουμε τη συνεργασία με δυνάμεις που θα μπορούν να συμβάλουν στην εφαρμογή ενός προγράμματος ουσιαστικής πολιτικής ισοδύναμων και αντίμετρων».
 
* Θα μπορούσε η συνεργασία να αναζητηθεί και στον χώρο του παλαιού πολιτικού συστήματος, ήτοι Ν.Δ., Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ;
«Με βάση όλα τα δεδομένα που έχουμε μέχρι τώρα, νομίζω πως θα ήταν αρνητική μια τέτοια αναζήτηση. Υπάρχει μια δυναμική στην κοινωνία, που προέκυψε από το δημοψήφισμα, ενός ρεύματος στήριξης και ανοχής προς την κυβέρνηση. Αυτή η δυναμική μπορεί να μετριάζεται ή να εμπεριέχει ισχυρές και εύλογες κριτικές ενστάσεις, ως προς την υπαναχώρηση και τη δραματική κατά πολλούς επιλογή του συμβιβασμού της νέας συμφωνίας. Αυτή ακριβώς η δυναμική θα ανακοπεί μόνο αν επιχειρηθεί μια πραγματική μετακίνηση, που τότε θα είναι στα όρια της μετάλλαξης, μια συμπόρευση, δηλαδή, με τις μνημονιακές και συντηρητικές δυνάμεις».
 
* Περιγράφετε εφαρμογή της συμφωνίας. Δεν υπάρχει δυνατότητα επαναδιαπραγμάτευσης;
«Προφανώς υπάρχει. Πρώτα πρέπει να δούμε όλο το πλαίσιο της εφαρμογής της συμφωνίας. Αν το πλαίσιο είναι θετικό, αφήνει δυνατότητες για την άσκηση πολιτικών που θα εξισορροπούν αρνητικές συνέπειες. Ξέρουμε από τώρα για τα πλεονάσματα, πρέπει να δούμε το μείζον θέμα του χρέους και των πραγματικών επενδυτικών ευκαιριών ή της έγκαιρης συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Αλλά και της απόδοσης των επενδυτικών προτάσεων για τις οποίες εργάστηκε αυτή η κυβέρνηση και αφορούν projects από Κίνα, Ρωσία και άλλες χώρες.
Όλο αυτό το σχήμα σε λίγους μήνες θα σκιαγραφήσει τη συνολική κατεύθυνση και εν τέλει τη βιωσιμότητα της εφαρμογής της συμφωνίας. Προφανώς θα γίνει η επιλογή για την εφαρμογή -κατά κεραία- ορισμένων από τις βασικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να κάνουμε ένα παιχνιδάκι γύρω από το θέμα της συμφωνίας, καθώς έχει αρχίσει η εκταμίευση των ποσών και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.
Το στοίχημα είναι δύσκολο, υπαρκτό όμως. Τις συνθήκες δεν τις επιλέγεις, ούτε η Αριστερά μπορεί να κινείται σε δοκιμαστικό σωλήνα και συνθήκες εργαστηρίου. Είναι η κοινωνική και πολιτική δύναμη που θέλει να αλλάξει αυτές τις συνθήκες. Δεν μπορεί, όμως, και να αποδράσει από το πεδίο των ανθρώπινων αναγκών που διαμορφώνουν τις πραγματικότητες για μια αριστερή διακυβέρνηση».
 
* Από τη Λαϊκή Ενότητα ασκείται πολύ σκληρή κριτική ότι η κυβέρνηση εντάχθηκε στη μνημονιακή συναίνεση και ότι έχει πλέον τα εύσημα των Γερμανών και του εγχώριου μιντιακού συστήματος.
«Δυστυχώς, από ορισμένους συντρόφους παράγονται και αναπαράγονται, μέσα από μια άκρως επιθετική και διχαστική ρητορεία, προβλήματα. Αυτό πέρα από το ότι διαμορφώνει μια κακή εικόνα για την Αριστερά στον κόσμο και δείχνει αδυναμία ανάληψης ευθυνών, είναι αρνητικό ως προς το μέλλον. Δυναμιτίζει τις αναγκαίες γέφυρες επικοινωνίας που πρέπει να υπάρχουν ανάμεσα σε διαφορετικούς πλέον πολιτικούς χώρους, που όμως η ζωή και η Ιστορία μπορεί να οδηγήσουν ξανά στην προσέγγισή τους.
Δυστυχώς, το ότι οι σύντροφοι πήραν την ευθύνη να ανατρέψουν την πρώτη κυβέρνηση της Αριστεράς δεν σχετίζεται, κατά τη γνώμη μου, τόσο με τη διάσταση απόψεων επί της συμφωνίας και το κατά πόσο υπήρχε εναλλακτική. Κυρίως εκφράζει τη βαθύτερη πεποίθηση ενός κομματιού της Αριστεράς για τη δομική αδυναμία και συνακόλουθη άρνηση που πρέπει να έχει η Αριστερά στην ευθύνη διακυβέρνησης. Ακόμη και όταν ο λαός μας το ζητάει και μάλιστα σε συνθήκες παρατεταμένης και βαθιάς κρίσης.
Με αυτή την έννοια, δεν κατανοώ τον χωριστό δρόμο που επέλεξαν οι σύντροφοι, αλλά κατανοώ σε έναν βαθμό όσους αποθαρρύνονται και έχουν τάσεις αποστράτευσης. Κυρίως όμως δεν κατανοώ γιατί αυτή η εναλλακτική πρόταση περί εθνικού νομίσματος εν όψει εκλογών δεν τίθεται παρά ελάχιστα, όπως φάνηκε και στην ιδρυτική συνέντευξη Τύπου της Λαϊκής Ενότητας. Αντίθετα, αντιμετωπίζεται από τους εκφραστές της ως μία άποψη η οποία εμπεριέχεται γενικώς στην αντιμνημονιακή ρητορεία.
Ας ελπίσουμε ότι ενδόμυχα έχουν πειστεί ότι είναι μια άποψη, η οποία θα οδηγούσε με πιο δραματικό τρόπο σε πιο βαθιά ανθρωπιστική κρίση και σε μονιμότερα αρνητικά χαρακτηριστικά για την κοινωνία μας».
 
* Εκκρεμούν και ζητήματα που πρέπει να καθοριστούν στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ με όσους συνεχίζουν.
«Μπορούν να επιλυθούν αν υπάρχει αποδοχή των κανόνων, αλλά και εξωστρεφής οπτική που να αναφέρεται στη λαϊκή βούληση και στις λαϊκές ανάγκες. Αυτό αφορά και τη ρήξη με τους συντρόφους της Αριστερής Πλατφόρμας.
Θα αρκούσε να αποδεχθούν τον αυτονόητο κανόνα τής Δημοκρατίας μέσα σε ένα κόμμα που πάντοτε έδινε τις δυνατότητες για τη δημόσια έκφραση των διαφορετικών απόψεων. Έκαναν μια σεβαστή επιλογή, άλλα όχι στο όνομα των δημοκρατικών κανόνων ή της αριστερής συνέπειας. Αυτά μάλλον λειτουργούν κάπως προσχηματικά.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να συνεχίσει την πορεία του με μια ουσιαστική, πολιτική και συλλογική, προετοιμασία στο πλαίσιο της Κ.Ε. και της Κ.Ο., εν όψει της παρουσίασης προς τον λαό ενός βασικού προγράμματος. Στη βάση του θα ζητηθεί η ανανέωση της λαϊκής εντολής. Πρέπει να εκφραστούν και να συντεθούν πολύ ουσιαστικές απόψεις για να καταστεί ρεαλιστικός ο στόχος ανάληψης του ρίσκου της αριστερής διακυβέρνησης.
Αυτή η συζήτηση δεν μπορεί να είναι ανάπηρη, χωρίς κοινωνική γείωση και αναφορά στη λαϊκή βούληση. Δεν μπορεί στο όνομα της στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ να αποσυνδέεται ή και να αποστασιοποιείται από τη λαϊκή εντολή.
Κάτι τέτοιο θα ήταν αρνητική παθογένεια της φάσης ενηλικίωσης του κόμματος. Δεν θα προσέφερε σε μια ενωτική ανασύνθεση και αντιστοίχιση με τις ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις, που στηρίζουν πλέον εκλογικά και κοινωνικά τον ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν μια ομφαλοσκόπηση που θα προσέδιδε χαρακτήρα κόμματος περιορισμένης ευθύνης, ενώ οφείλει να είναι στην πρώτη σειρά των δυνάμεων της Αριστεράς παγκοσμίως, που σηματοδοτούν τη ριζοσπαστική παρουσία σε ένα πολιτικό σκηνικό που ηγεμονεύεται από ακραίες νεοφιλελεύθερες δυνάμεις».
 
* Υπάρχουν περιθώρια άσκησης πολιτικής μέσα σε αυτό το πλαίσιο;
«Η Ευρώπη πια δεν είναι ίδια όπως πριν από επτά μήνες, καθώς η υπόθεση της Ελλάδας έγινε πράγματι παγκόσμια. Οι προκλήσεις και τα ρίσκα είναι μπροστά μας για να απαντηθούν.
Η απόδραση από αυτές τις ευθύνες θα αποτελεί μια δραματική αποδοχή ήττας, μακροπρόθεσμης και οριστικής αδυναμίας για τη διεκδίκηση της διακυβέρνησης σε συνθήκες κρίσης και ανθρωπιστικής καταστροφής. Αυτή η επιλογή δεν υπήρχε ούτε στα γραπτά, ούτε στα μυαλά μας ποτέ.
Μπορεί να μην ήμασταν έτοιμοι για διακυβέρνηση, αλλά ποτέ δεν αρνηθήκαμε τον ιστορικό ρόλο της Αριστεράς. Η Αριστερά θα πρέπει να διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ευρωπαϊκό και σε εθνικό επίπεδο, μέσα σε αυτές τις πολύ δύσκολες συνθήκες για την αλλαγή των συσχετισμών».
 
* Υπάρχουν αρκετές αιτιάσεις ότι δεν ρωτήθηκε όσο έπρεπε το κόμμα και δεν ακολουθήθηκαν οι διαδικασίες.
«Αμέσως μετά τις εκλογές μπορεί να γίνει ένα ουσιαστικό, τακτικό συνέδριο για το ποια η σχέση του κόμματος με την κοινωνία, της κυβέρνησης με την κοινωνία και του κόμματος με την κυβέρνηση – όχι ως μια στενή σχέση καθοδηγούμενου και καθοδηγητή.
Υπήρξα υπουργός αυτής της κυβέρνησης, σε ένα κρίσιμο υπουργείο και έχω να προσφέρω πολλά σε αυτή τη συζήτηση. Έχω, όμως, ερωτήματα που θα πρέπει να λυθούν εν όψει της νέας φάσης και που αφορούν τη μεγάλη αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ στους κοινωνικούς χώρους και τους κοινωνικούς φορείς.
Υπάρχει αναπηρία συγκρότησης συμμαχιών και αντιστοίχισης με τους θεσμικούς φορείς της Αυτοδιοίκησης, της νεολαίας, των επιμελητηρίων, των επιστημονικών συλλόγων, των αγροτών, των εργατών. Αναπηρία που καθιστά αδύνατη την αριστερή διακυβέρνηση ως προς τον συγχρωτισμό, την επαφή και τη διαδραστική σχέση με αυτούς τους κοινωνικούς φορείς.
Θα πρέπει να κοιτάξουμε αυτό το υπαρκτό ζήτημα από τη σκοπιά των νέων συσχετισμών. Όχι από τη σκοπιά ενός υπουργού που δεν ακολουθεί τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ ή από μια απόφαση του κυβερνητικού συμβουλίου που θεωρείται ότι δεν έχει περάσει πρώτα από κομματικό όργανο».