ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ

Σάββατο 07 Ιουνίου 2025

ΟΜΙΛΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ. ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑ: “ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΕΥΡΩΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ. ΠΟΙΟ ΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΗΜΑ” ΣΕ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΟ ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

Αθήνα, 20 Φεβρουαρίου 2012
 
 
 
ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ
 
 
Ομιλία Υπουργού Εσωτερικών κ. Τάσου Γιαννίτση με θέμα: «Τι σημαίνει η Ευρώπη για την Ελλάδα. Ποιο το επόμενο βήμα», σε συνέδριο στο Μέγαρο Μουσικής
 
 
 
«Σε μια μέρα που από τις αποφάσεις του σημερινού Eurogroup κρίνονται τόσα για την πορεία της χώρας, θα επικεντρωθώ στο θέμα της σχέσης Ελλάδας και Ευρώπης στα κρίσιμα χρόνια από το 2009 μέχρι σήμερα, δηλαδή στην καρδιά της κρίσης. Αυτό δεν σημαίνει ούτε ότι η σημασία της Ευρώπης για την Ελλάδα εξαντλείται στο οικονομικό πεδίο, ούτε ότι οι πολλαπλές σχέσεις τους σε προηγούμενες φάσεις ήσαν λιγότερο σημαντικές. Δεν πρέπει να ξεχάσουμε, ότι τόσο η σύνδεση με την ΕΟΚ το 1961, όσο και κυρίως η ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το 1981 είχαν έντονο πολιτικό φορτίο και σκεπτικό, που συνδεόταν με την ενδυνάμωση της δημοκρατίας, με γεωστρατηγικές ισορροπίες στην περιοχή μας και την κυπριακή τραγωδία του 1974. Ούτε ότι η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. για πολλά χρόνια αποτέλεσε κορυφαίο στόχο της ελληνικής πολιτικής και κορυφαίο επίτευγμά της τον Δεκέμβριο του 2002.
 
Η Ελλάδα μεταξύ 1981 και 2010 ωφελήθηκε από την Ε.Ε. με εισροές ύψους πάνω από 90 δισεκατομμύρια ευρώ, χωρίς να υπολογίζονται τα πρόσφατα δάνεια για την αντιμετώπιση της κρίσης. Τα κεφάλαια αυτά αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 2,3% του ΑΕΠ κάθε χρόνου και ήταν σημαντικός μοχλός αύξησης της ευημερίας για τα αστικά κέντρα, τον αγροτικό χώρο, τις επενδύσεις, την απασχόληση, την ανάπτυξη. Όλα τα μεγάλα έργα που χρησιμοποιούμε σήμερα (μεγάλοι δρόμοι, αεροδρόμια, λιμάνια, γέφυρες, μουσεία) και αναρίθμητα μικρά έγιναν με ευρωπαϊκούς πόρους. Δεν υπάρχει ούτε ένα αξιόλογο έργο που να υλοποιήθηκε αυτοτελώς με δική μας εθνική αποταμίευση. Στη σημερινή φάση, εκτιμώ ότι οι κοινοτικοί πόροι θα αποτελέσουν και πάλι σημαντικό μοχλό νέων αναπτυξιακών διαδικασιών.
 
Πέρα όμως από την οικονομική αυτή εικόνα, σήμερα, γεωστρατηγικές, οικονομικές και πολιτικές διαστάσεις κάνουν τη συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμα πιο κρίσιμη. Θα αναφέρω ενδεικτικά τρία σημεία:
 
·        Η παγκόσμια αρχιτεκτονική εξελίσσεται με τρόπους που αποδυναμώνουν τη δύναμη των μεμονωμένων μικρών κρατών. Οι ίδιες οι μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, ακόμα και η Ε.Ε., αισθάνονται αδύναμες σε παγκόσμια κλίμακα. Η ανάγκη μιας συνολικής παρουσίας της Ευρώπης στη διεθνή σκηνή είναι κρίσιμος παράγοντας της ευρωπαϊκής ευημερίας. Χώρες όπως η Ελλάδα, αν δεν συμμετέχουν στο ευρωπαϊκό σύστημα έχουν μηδαμινό βάρος στο διεθνές, στο ευρωπαϊκό ή και στο περιφερειακό σκηνικό.
·        Οι συγκρουσιακές εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ακόμα και στη Νότια Μεσόγειο, εγκυμονούν εντάσεις, οι προεκτάσεις των οποίων για την Ελλάδα θα είναι πολύ διαφορετικές αν είμαστε ή όχι μέλος της Ε.Ε. Επίσης, οι σχέσεις της Ελλάδας, όπως και του Κυπριακού Ελληνισμού, με τον ευρύτερο γειτονικό τους χώρο καθορίζονται αποφασιστικά από τις σχέσεις μας με όλες τις δυνάμεις που έχουν δύναμη και συμφέροντα στην περιοχή, και αναφέρομαι φυσικά στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στη Ρωσία.
·        Το παγκόσμιο παίγνιο παίζεται μεταξύ ευρύτερων μπλοκ δυνάμεων, και ήδη η θέση της Ευρώπης φαίνεται να αποδυναμώνεται σε σχέση με την Ασία. Η μετατόπιση της αναπτυξιακής δυναμικής από τη Δύση στην Ανατολή αναπόφευκτα έχει επιπτώσεις σε κάθε χώρα μέλος της κάθε πλευράς. Από οικονομική σκοπιά, τα αναπτυξιακά δεδομένα Δύσης και Ανατολής εξελίσσονται σε όφελος των πιο δυναμικών ασιατικών και ευρωπαϊκών χωρών και σε βάρος των πιο αδύναμων χωρών της Ευρώπης, για να περιοριστώ στον ευρωπαϊκό χώρο. Η κρίση σφράγισε την αδυναμία των αναπτυξιακών προτύπων πάνω στα οποία πολλές χώρες της Δύσης στήριξαν την ευημερία τους τις τελευταίες δεκαετίες. Πολλά πρέπει να αλλάξουν. Ας σκεφτούμε λίγο, πόσο τεράστιες διαφορές θα έχουν η νέα αρχιτεκτονική και ισορροπία δύναμης και ευημερίας στη μετά την κρίση εποχή σε σχέση με όσα γνωρίζαμε πριν την κρίση. Ας δούμε τι σημαίνουν όλα αυτά για εμάς. Η μορφή της Ευρώπης αλλάζει γρήγορα. Στο νέο τοπίο που ήδη αναδύεται, οι πιθανότητες ευημερίας εξαρτώνται από την ικανότητα κάθε κοινωνίας να μετασχηματιστεί και να αναπτύξει ισχυρά πλεονεκτήματα, συμμαχίες, διαπραγματευτική ικανότητα και, κυρίως, δυναμικές προσαρμοστικές στρατηγικές. Η Ελλάδα μέχρι τώρα ατύχησε σε πολλά από αυτά. Αυτό δεν ήταν ντετερμινιστικά καθορισμένο. Μπορούσαμε και αλλιώς και συνεπώς θα μπορούσαμε και αύριο και αλλιώς. Η επιτυχία μας είναι πολύ πιο πιθανή στο πλαίσιο της διαδικασίας ολοκλήρωσης, που συντελείται στον ευρωπαϊκό χώρο, ακόμα και με την άμπωτη και παλίρροια που γνωρίζουμε, παρά σε ελεύθερη πορεία. Εξ άλλου, η κρίση έχει ήδη οδηγήσει στην αναζήτηση νέων μορφών οικονομικής διακυβέρνησης της Ε.Ε., με επιδίωξη τη διαμόρφωση ενός πιο αποτελεσματικού μοντέλου από μακροοικονομική, αναπτυξιακή, κοινωνική και περιβαλλοντική οπτική. Αν η προσπάθεια αυτή αποτύχει, οι συνέπειες για την Ευρώπη θα είναι εξαιρετικά οδυνηρές.
 
Παρ’ όλους αυτούς τους λόγους, η εθνική μας μνήμη και σκέψη τείνουν να υποτιμούν όσα ωφελήθηκε η Ελλάδα και η ελληνική κοινωνία από τη σχέση της με την Ε.Ε. στη μακρά περίοδο από το 1962 μέχρι σήμερα, όπως και όσα μπορεί να προκύψουν στο μέλλον και που, θυμίζω, είναι εξ ίσου σημαντικά από οικονομική και εθνική άποψη. Έτσι, στη διάρκεια της κρίσης αυτής ευρύτερα τμήματα της κοινωνίας μας επιλέγουν με ευκολία μια απομάκρυνση από τον ευρωπαϊκό κορμό και θέτουν ανοικτά το ερώτημα της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη. Αυτό είναι ένα λανθασμένο, αν όχι παραπλανητικό, ερώτημα. Έξοδος από την ευρωζώνη σημαίνει και έξοδο από την Ευρώπη. Και τα δύο μαζί σημαίνουν ένα διπλό θανάσιμο πλήγμα για τη χώρα. Σημαίνουν οικονομική χρεοκοπία και κοινωνική κατάρρευση μαζί. Χρεοκοπία σημαίνει χαοτικές καταστάσεις, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, αδυναμία συναλλαγών με το εξωτερικό, αδυναμία εισαγωγής βασικών αγαθών, κοινωνικές εντάσεις, έντονη πολιτική αστάθεια, αδυναμία να λειτουργήσουμε στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, να έχουμε ελευθερία κίνησης κεφαλαίων, να λειτουργεί το Κράτος.
 
Ας δούμε πως φτάσαμε μέχρι εδώ. Η ευημερία, η ανάπτυξη και η εθνική μας υπερηφάνεια στηρίχθηκαν σε βαθμό υπερβολής στα δάνεια αντί στην παραγωγή. Η Ευρώπη, και αυτή, σε πολύ μικρότερο βαθμό, αύξησε επίσης τα ελλείμματα και τα χρέη της. Τώρα και οι δυο πληρώνουμε το τίμημα της εξάρτησης της ευημερίας μας τα τελευταία τριάντα χρόνια από χρέη και ελλείμματα. Από το 1980 μέχρι το 2010 το χρέος/ΑΕΠ στην Ε.Ε. (Ε.Ε.-12) αυξήθηκε κατά 53 ποσοστιαίες μονάδες και έφτασε στο 86% του ΑΕΠ. Στην Ελλάδα, η ίδια σχέση ξεκίνησε το 1980 από χαμηλότερη αφετηρία (23%), αλλά έφτασε το 2010 στο 145%.
 
Για να το πω διαφορετικά, μεταξύ 1989 και 1999, στην Ελλάδα μια αύξηση του ΑΕΠ 80 δισεκατομμύρια ευρώ συνδυάστηκε με μια αύξηση του δημόσιου χρέους κατά 95 δισεκατομμύρια ευρώ. Μεταξύ 1999 και 2010 μια αύξηση του ΑΕΠ κατά 120 δισεκατομμύρια ευρώ συνδυάστηκε με μια αύξηση του δημόσιου χρέους κατά 213 δισεκατομμύρια ευρώ. Μπορεί οι αγορές να είχαν τις δικές τους ευθύνες και λογικές στη διαδικασία αυτή. Όμως, μια ολόκληρη κουλτούρα, που έφτασε να χρειάζεται μια αύξηση του χρέους κατά πάνω από 2 ευρώ για να παράγει 1 ευρώ ΑΕΠ είναι προϊόν των δικών μας επιλογών.
 
Μέσω του χρέους μεγιστοποιούσαμε ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, μεταθέτοντας το λογαριασμό στο μέλλον, τον οποίο σήμερα πληρώνουμε μαζεμένο. Στην ουσία, με απίστευτη απληστία   -με greed όπως είναι ο αγγλικός όρος, που έχει συνδεθεί με τις διεθνείς κεφαλαιαγορές- αρπάζαμε από το μέλλον ό,τι μπορούσαμε προκειμένου να χαρούμε μια καλύτερη στιγμή. Καταγγέλλαμε τις αγορές, αλλά από την άλλη ακολουθούσαμε τα χνάρια της απληστίας τους. Στην ουσία φερθήκαμε ακόμα χειρότερα, ακόμα πιο παράλογα και άπληστα, από τις αγορές. Γιατί μεταξύ αγορών και επιλογών μας υπάρχει μια θεμελιακή διαφορά: ότι ενώ οι αγορές μέσα από την απληστία βγαίνουν κερδισμένες, εμείς μέσα από την απληστία βγαίνουμε χαμένοι.
 
Σήμερα, Ελλάδα, άλλες χώρες και Ε.Ε. συνολικά φτάσαμε σε ένα σημείο, όπου ο συνδυασμός χρέους και αναπτυξιακών προοπτικών έχει οξύνει την κρίση και παγιδεύει τις προοπτικές μας. Πάνω σε αυτό θα κάνω δύο επισημάνσεις:
 
Η πρώτη επισήμανση αφορά τη δυναμική που συνδέει την κρίση στην Ελλάδα και την κρίση στην ευρωζώνη. Ο συστημικός χαρακτήρας της κρίσης στην Ευρωζώνη δεν σημαίνει ότι η κρίση στην χώρα μας οφείλεται στην παγκόσμια κρίση. Δεν σημαίνει όμως και ότι έμεινε ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις στην ευρωζώνη. Ας ξεφύγουμε από διχοτομικές αντιλήψεις άσπρου-μαύρου. Ιδεολογίες, σκοπιμότητες ή αφέλειες μπορεί να κινούνται στο πεδίο της απλούστευσης, όμως η πραγματικότητα είναι πάντα σύνθετη. Η κρίση στην Ελλάδα υπήρξε αποτέλεσμα συνδυασμού αφ’ ενός μακροχρόνιων ενδογενών διαδικασιών, εθνικών συμπεριφορών και επιλογών που ξεκινούν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, και αφ’ ετέρου αποφάσεων και επιλογών της πιο πρόσφατης περιόδου. Η κρίση που περνάμε, αρέσει δεν αρέσει, είναι μια κρίση δική μας. Όμως, ταυτόχρονα, η κρίση επιδεινώθηκε και από λανθασμένες πολιτικές και αντιδράσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι οποίες δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ότι η ελληνική κρίση ήταν η αρχή μιας ευρύτερης κρίσης και ότι υπήρχε απόλυτη ανάγκη για άμεση, γρήγορη και προληπτική αντίδραση, ώστε να περιοριστεί η επέκτασή της στην ευρωζώνη και να μην επιδεινωθεί στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες. Έτσι, οι πολιτικές της ευρωζώνης στα τελευταία χρόνια εμβάθυναν το πρόβλημα τόσο της Ελλάδας, όσο και άλλων χωρών, και τελικά το πρόβλημα της ίδιας της ευρωζώνης.
 
Η δεύτερη επισήμανσή μου είναι απλή: Στη φάση αυτή είμαστε σε ένα μεταίχμιο, όπου, έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ ενός ρίσκου και μιας βεβαιότητας. Επιλέγοντας να απαντήσουμε με ‘ναι’ στις συμφωνίες που συνάπτουμε με την Ευρώπη, όπως έγινε και στην ψηφοφορία στη Βουλή στις 12 Φεβρουαρίου,   έχουμε το ρίσκο να μην πετύχουμε όσα στοχεύουμε. Μπορούμε όμως να διορθώσουμε τις αδυναμίες στην πορεία. Πολλά θα εξαρτηθούν από εμάς τους ίδιους. Αντίθετα προς το ‘ναι’, η επιλογή του ‘όχι’, η επιλογή δηλαδή της άρνησης στην Ευρώπη, δεν έχει κανένα ρίσκο. Έχει μια και μόνη βεβαιότητα: ότι θα ρίξει τη χώρα στην απόγνωση. Οι επιλογές είναι ευθύνη μας. Το ίδιο και οι συνέπειες. Η απάντηση έχει μια προϋπόθεση: ότι διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ θυσίας και εξαθλίωσης και ότι είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε το τίμημα της επιλογής μας.
 
Η ανάγκη να ακολουθήσουμε ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής για να μην χρεοκοπήσουμε έφερε στο προσκήνιο έναν καταγγελτικό λόγο περί απώλειας της εθνικής κυριαρχίας, που στην ουσία συγκαλύπτει τις εθνικές μας ανεπάρκειες και τη χρεοκοπία των ιδεολογιών που σφράγισαν για δεκαετίες την πορεία μας. Όμως η εθνική κυριαρχία δεν κερδίζεται με καταγγελίες. Κερδίζεται με πολιτικές, που κινητοποιούν τις εθνικές παραγωγικές δυνάμεις, που προσφεύγουν στο μικρότερο δυνατό βαθμό στα δάνεια και στα χρέη, που χρησιμοποιούν τα δάνεια για επενδύσεις και ανάπτυξη και όχι για κατανάλωση και εφήμερη ευημερία. Κερδίζεται με πολιτικές ενάντια στις ανισότητες και τις ατέλειες του φορολογικού μας συστήματος ή ενάντια στη διαφθορά. Η εθνική κυριαρχία κερδίζεται με πολιτικές που κατανοούν μέχρι πού είναι στρατηγικά σκόπιμο να φτάσει η δανειακή εξάρτηση από το παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μην λειτουργήσει στο τέλος σαν παγίδα.
 
Στη χώρα μας ζούμε μια εκπληκτική ιδεολογική αντιφατικότητα. Οι ίδιες φωνές που επικρίνουν την παγκοσμιοποίηση, τις τράπεζες, το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο, οι ίδιες ζητούν πολιτικές, που για να υλοποιηθούν απαιτούν νέα δάνεια, νέα χρέη, νέα αδιέξοδα, νέες και βαθύτερες εξαρτήσεις και αποδυνάμωση της εθνικής κυριαρχίας μας.
 
Για να κερδίσουμε από τη συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη πρέπει να ακολουθήσουμε –όπως και οι άλλες χώρες- κανόνες που δεν θα υπονομεύουν την οικονομία μας. Το ευρώ δεν είναι κάποια υπέρτατη αξία. Η υιοθέτηση του ευρώ έγινε για να περιοριστούν η παντοδυναμία του δολαρίου στις παγκόσμιες αγορές, να μειωθεί η εξάρτηση της νομισματικής σταθερότητας στις ευρωπαϊκές χώρες από τις διεθνείς χρηματαγορές και οι κίνδυνοι κερδοσκοπικής επίθεσης σε μεμονωμένα νομίσματα. Η δυνατότητα μιας χώρας της ευρωζώνης να ωφεληθεί από το ευρώ έχει δύο προϋποθέσεις: ότι ακολουθούνται ορισμένοι κανόνες και μια πειθαρχία στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής και ότι μια χώρα έχει την ικανότητα να παρακολουθήσει σε γενικές γραμμές την αναπτυξιακή εξέλιξη της ευρωζώνης και δεν μένει συστηματικά πίσω.
 
Έχει και μια τρίτη προϋπόθεση. Να αποκατασταθεί η αξιοπιστία της χώρας στις σχέσεις μας με την Ευρώπη, γιατί η ισχύουσα δυσπιστία λειτουργεί αρνητικά σε μεγάλα και μικρά θέματα. Είναι ορατό ότι λόγω της σοβαρότατης δυσπιστίας στην αξιοπιστία μας, οι αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων λαμβάνονται όσο πιο τμηματικά γίνεται. Αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί να υπάρχει ένας σταθερός και μεγαλύτερος ορίζοντας για καμιά από τις δύο πλευρές, που θα στηρίζεται στην παραδοχή ότι εμείς πράγματι θα υλοποιήσουμε ότι συμφωνήθηκε και η Ευρώπη αντίστοιχα.
 
Με όσα υποστήριξα, το συμπέρασμα που προκύπτει δεν είναι ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι μια άκριτη ή τυφλή επιλογή. Η συμμετοχή στην Ευρώπη σημαίνει δυνατότητες αξιοποίησης ευκαιριών, στο μέτρο που μια κοινωνία θέλει να λειτουργήσει με τους κανόνες που συμφωνούνται.
 
Αν δεν θέλει, η έξοδος από την Ευρώπη είναι ανοικτή. Αρκεί να είναι έτοιμη να πληρώσει ένα τεράστιο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό κόστος. Αν η ανάπτυξη, η κοινωνική οικονομία, η δημοκρατία και, κυρίως, η προάσπιση των μεγάλων εθνικών συμφερόντων είναι κεντρικά ζητούμενα της πολιτικής, το κοινωνικό και πολιτικό κόστος για να τα πετύχουμε θα είναι τεράστιο μένοντας έξω, παρά συμμετέχοντας στο ευρωπαϊκό σύστημα. Επιπλέον, ας ξεφύγουμε από ιδεοληψίες. Δεν υπάρχει ένας, μοναδικός και καταναγκαστικός δρόμος για να φτάσουμε στους στόχους αυτούς. Μέσα στην Ευρώπη, κάθε κοινωνία έχει τη δυνατότητα να διαμορφώνει το μίγμα αξιών, πολιτικών και αποτελεσμάτων που θέλει να έχει. Κανείς δεν μας εμποδίζει σε αυτό. Αν δει κανείς αναλυτικά, μέσα στην Ε.Ε., κάτω από κοινούς κανόνες και θεσμούς, βλέπουμε πολύ διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης και, έχουμε τεράστιες διαφορές, ακόμα και σε ομοειδείς ομάδες χωρών, όπως οι σκανδιναβικές, οι κεντροευρωπαϊκές, οι νοτιοευρωπαϊκές.
 
Σήμερα, είναι μια μέρα, το αποτέλεσμα της οποίας θα είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την πορεία της οικονομίας και κοινωνίας μας και προσωπικά αγωνιώ, όπως και εσείς. Αν ληφθούν οι αποφάσεις για το PSI και τη δανειακή σύμβαση, και όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες αυτές, θα έχουν συντελεστεί οι εξής αλλαγές:
 
·        Θα έχουν διαγραφεί 100 δισεκατομμύρια ευρώ από το χρέος, δηλαδή περίπου 47% του ΑΕΠ,
·        Θα μειωθεί το βάρος του προϋπολογισμού για την πληρωμή τόκων κατά 4-5 δισεκατομμύρια ευρώ κάθε χρόνο, δηλαδή με ποσά που σε πρώτη φάση θα διευκολύνουν την ισορροπία της οικονομίας και αργότερα θα μπορούν να χρηματοδοτούν σημαντικές επενδύσεις ή άλλες πολιτικές,
·        Θα ανακτήσουν οι τράπεζες κεφάλαια και θα περιοριστεί η ανησυχία για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, με αποτέλεσμα να επιστρέψει σταδιακά η εμπιστοσύνη, να βελτιωθεί η ρευστότητα, να αναστραφεί η ροή των καταθέσεων και των επενδυτικών κεφαλαίων.
·        Θα τεθούν οι προϋποθέσεις για μια ισχυρότερη επενδυτική κινητοποίηση, εφ’ όσον θα αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη στις προοπτικές της οικονομίας.
 
Οι εξελίξεις αυτές είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα ακολουθήσουν. Όμως αυτό δεν αρκεί, γιατί δεν θα λύσει το πρόβλημα. Το πρόβλημα είμαστε εμείς. Το πρόβλημα είναι όσα λέμε και όσα κάνουμε, που μέσα σε μισό πρωινό μπορεί να αθροίζουν ή να μηδενίζουν εθνικό πλούτο με περισσή ευκολία. Το πρόβλημα είναι να βγούμε από την κρίση. Το αποτέλεσμα αυτό όμως είναι αβέβαιο. Γιατί αυτό δεν θα καθοριστεί από τη δανειακή συμφωνία μόνο, αλλά κυρίως από την ικανότητά μας να πετύχουμε ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Η ανάπτυξη θα αποτελέσει το κεντρικό μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας μας για την έξοδο από την κρίση. Και την ανάπτυξη την καθορίζουμε εμείς. Η επίτευξη κάθε στόχου που ως κοινωνία έχουμε μπροστά μας, είτε για τα δημοσιονομικά, δηλαδή τα ελλείμματα και το χρέος, είτε για την ανεργία, είτε για τις κοινωνικές πιέσεις, είτε για τα εθνικά συμφέροντα και την εθνική κυριαρχία προϋποθέτει ταυτόχρονη επιτυχία τόσο στην δημοσιονομική εξισορρόπηση, όσο και στην ανάπτυξη. Στα δύο αυτά πεδία δεν χωρεί λειψή προσπάθεια, γιατί κάτι τέτοιο δεν οδηγεί σε λειψό, αλλά σε μηδενικό αποτέλεσμα. Και δεν είναι διόλου βέβαιο ότι εμείς, με την έννοια της συλλογικής λειτουργίας μας στο πολιτικό και στο κοινωνικό επίπεδο, θα καταφέρουμε να κινηθούμε διαφορετικά απ’ ότι μέχρι τώρα.
 
Στην ουσία, σήμερα στην κοινωνία μας, αντί να επενδύουμε ενέργεια για το μέλλον μας, δίνουμε μάχες για το παρελθόν. Γιατί το διακύβευμα της σύγκρουσης που διεξάγεται και μας έχει καθηλώσει σε ένα τέλμα εδώ και τρία χρόνια είναι ιδεολογικό και ξεπερνάει τα ελλείμματα, το χρέος, τη δανειακή σύμβαση ή τους φόρους και τις συντάξεις. Το διακύβευμα αφορά την επιβίωση ή την κατάρρευση δογμάτων, ιδεολογιών και πρακτικών που οδήγησαν στην εθνική ήττα.
 
Ας δούμε πιο καθαρά την ιδιόμορφη διχοτόμηση στην οποία έχουμε πέσει. Το οικονομικό και πολιτικό μεταπολιτευτικό μοντέλο, που αποδείχθηκε καταστροφικό σε βάθος δεκαετιών, καταγγέλθηκε μαζικά.    Την ίδια στιγμή, ότι μπορούσε να βελτιώσει την κατάστασή μας πολεμήθηκε ιδεολογικά και πολιτικά από τα δόγματα που κλονίζονταν. Γιατί αν ξεφύγουμε από την κρίση, με υπερβάσεις που βάζουν στο περιθώριο τις αποτυχημένες συνταγές, θα προχωρήσει μεν η χώρα, αλλά θα καταρρεύσουν οι ιδεολογίες που οδήγησαν στην κρίση. Μπροστά στο ενδεχόμενο αυτό, η ιδεολογία της απαξίωσης και του αρνητισμού κάθε προσπάθειας κυριάρχησε επιθετικά στο ευρύτερο φάσμα του πολιτικού συστήματος και η χώρα πέρασε από αδιέξοδο σε αδιέξοδο.
 
Που βρισκόμαστε μέχρι τώρα με όλα αυτά; Πουθενά. Και αν συνεχίσουμε έτσι, θα βρεθούμε πέρα από το πουθενά. Είτε με ευρώ, είτε με δραχμή. Γιατί δεν είναι το νόμισμα που φταίει. Φταίνε οι αντιλήψεις που κυριάρχησαν, οι επιλογές που έγιναν. Κάτι πρέπει ν’ αλλάξει. Δεν είναι αδιάφορο, αν η κρίση που ζούμε, αντί να ξεπεραστεί σε πέντε ή όσα χρόνια, ξεπεραστεί στα διπλά. Ούτε ότι όλο αυτό το πρόσθετο κόστος θα οφείλεται σε δικές μας –ξανά λανθασμένες- επιλογές. Σε μια στιγμή όπως η σημερινή, ο καθένας μας οφείλει να συγκρουστεί με αποτυχημένες αρχές και ιδεολογίες, με τον ίδιο του τον εαυτό, αν αυτό είναι αναγκαίο για τη χώρα.
 
Τρία χρόνια κρίσης είναι αρκετά για να μας δείξουν ότι πρέπει πλέον να βγούμε από τη μοιρολατρεία και την τυφλή οργή για την πτώση μας. Μιλάμε για εθνική υπερηφάνεια και την έχουμε, όπως κάθε λαός. Όμως, ένας περήφανος λαός δεν θα ανακτήσει την αυτοπεποίθησή του μέσα από την παθητικότητα, θεωρώντας ότι όλα τα λάθη ήρθαν απ’ έξω και κανένα από μέσα. Πρέπει να αρχίσουμε να κατανοούμε πόσο σημαντικό ρόλο έχουμε εμείς οι ίδιοι ως άτομα, τα κόμματα, άλλες κοινωνικές δυνάμεις. Από αύριο το πρωί έχουμε τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε ένα-ένα τα προβλήματά μας. Να συζητήσουμε με τι πολιτικές θα αντιμετωπίσουμε κάθε μεγάλο πρόβλημα, όπως την ανταγωνιστικότητα, την ανεργία, τη φτώχεια, θέματα ρευστότητας, την επενδυτική καθίζηση, τις ανισότητες, τη φαυλότητα, την αναξιοκρατία, την ανικανότητα, τη διαφθορά. Όσο συζητούμε για άλλα το συμπέρασμα είναι απλό: δεν θέλουμε να συζητήσουμε γι αυτά.
 
Θα κλείσω την τοποθέτησή μου με μία επισήμανση. Η Ευρώπη θα προχωρήσει γιατί έχει την ικανότητα να αντιμετωπίζει με πραγματισμό τα προβλήματά της, έστω και με καθυστερήσεις ή αδυναμίες. Η ίδια η δυναμική του παγκόσμιου συστήματος κάνει απαγορευτική την απουσία της. Η Ελλάδα δεν ξέρω τι θα κάνει, ούτε τι θέλει. Εμείς, ο κόσμος της, πρέπει να σκεφτούμε διπλά: Πρώτον, αν θέλουμε να εγκαταλείψουμε όχι απλώς την Ευρώπη ως θεσμό, αλλά τις αξίες που εκφράζει η Ευρώπη, και δεύτερον πόσες φορές ακόμη θα ακολουθούμε κάθε πολιτική σειρήνα που θα υπόσχεται ό,τι ενθουσιάζει την αφέλειά μας, ακόμα και αν αυτό οδηγεί στη συνέχεια σε μη αναστρέψιμα ιστορικά δυσάρεστα αποτελέσματα.»