Συχνές Ερωτήσεις
Η παράγραφος 2α του άρθρου 256 ν.3852/2010 αφορά και σε όσους την 1.1.2010 ασκούσαν τα υπαλληλικά τους καθήκοντα αποκλειστικά ως μέλη της Γραμματείας της Περιφερειακής Επιτροπής Παρακολούθησης του προγράμματος «Θησέας», εφόσον η Γραμματεία της Επιτροπής αυτής λειτουργούσε στη Διεύθυνση Σχεδιασμού και Ανάπτυξης ή αυτοτελώς. Άλλως, λαμβάνεται υπόψη η οργανική μονάδα που υπηρετούσαν την 1.1.2010 οι υπάλληλοι - μέλη της εν λόγω Γραμματείας.
Η παράγραφος 2α του άρθρου 256 ν.3852/2010 αφορά και σε όσους διορίστηκαν ή μετατάχθηκαν μετά την 1.1.2010 και τοποθετήθηκαν στις οργανικές μονάδες των κρατικών περιφερειών των οποίων οι αρμοδιότητες μεταφέρονται συνολικά στην αιρετή περιφέρεια.
Η παράγραφος 2α του άρθρου 256 ν.3852/2010 αφορά και στο αποσπασμένο σε άλλους φορείς προσωπικό των κρατικών περιφερειών, καθώς και στο προσωπικό που έχει μετακινηθεί στην οικεία Ενδιάμεση Διαχειριστική Αρχή Περιφέρειας, υπό την προϋπόθεση, βέβαια, ότι το προσωπικό αυτό υπάγεται σε οργανικές μονάδες των οποίων οι αρμοδιότητες μεταφέρονται συνολικά στην αιρετή περιφέρεια. Η μετάταξη του προσωπικού αυτού, σύμφωνα με την παρ. 2α του άρθρου 256 ν.3852/2010 δεν επιφέρει παύση της απόσπασης ή της μετακίνησης, αλλά με την παρέλευση του χρονικού ορίου της απόσπασης ή της μετακίνησης ο αποσπασμένος ή ο μετακινηθείς υπάλληλος υποχρεούται να επιστρέψει στην υπηρεσία στην οποία έχει εν τω μεταξύ μεταταχθεί.
Όσοι υπάλληλοι της Γραμματείας εξυπηρετούν διακριτά και αποκλειστικά τμήμα του οποίου οι αρμοδιότητες μεταβιβάζονται στον οικείο Δήμο, τότε θα υπαχθούν στις διατάξεις του άρθρου 257 παρ.2α ν.3852/2010. Το ίδιο θα ισχύσει και για λοιπές περιπτώσεις υποστηρικτικού προσωπικού (οδηγοί κ.λ.π.). Εάν, ωστόσο, το προσωπικό αυτό εξυπηρετεί και οργανικές μονάδες των οποίων οι αρμοδιότητες δεν μεταφέρονται εν όλω στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση, εφαρμογή θα έχουν οι διατάξεις της παρ.2β του άρθρου 257 ν.3852/2010.
Κρίσιμο στοιχείο στην περίπτωση αυτή για την υπαγωγή ή μη των υπαλλήλων στις διατάξεις της παρ. 2α του άρθρου 257 του ν. 3852/2010 είναι τα κύρια καθήκοντα που αυτοί ασκούν. Δηλαδή, αν τα καθήκοντα αυτά τα ασκεί σε οργανική μονάδα της οποίας αρμοδιότητες μεταφέρονται στο σύνολό τους στους Δήμους.
Ναι. Οι δόκιμοι υπάλληλοι θα εκληφθούν ως μόνιμοι υπάλληλοι για τους σκοπούς του άρθρου 257 παρ. 2α του «Προγράμματος Καλλικράτης», ανεξαρτήτως εάν έχει συμπληρωθεί ή όχι η διετής δοκιμαστική υπηρεσία τους. Άλλωστε, πρόκειται για υποχρεωτικές μετατάξεις και όχι μετατάξεις κατόπιν αιτήσεως του υπαλλήλου.
1. Όλο το τεχνικό και γεωτεχνικό προσωπικό (μηχανικοί όλων των κλάδων, γεωλόγοι, εργοδηγοί κ.λπ.)
2. Οι δόκιμοι υπάλληλοι που διορίστηκαν μετά την 1.1.2010.
3. Υπάλληλοι που μετατάχτηκαν στις ΤΥΔΚ μετά την 1.1.2010.
4. Υπάλληλοι για τους οποίους υπάρχει δέσμευση δεκαετούς παραμονής στην υπηρεσία μετατάσσονται όπως το ανωτέρω προσωπικό και συνεχίζει τη δεκαετή υπηρεσία στη νέα θέση.
5. Οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν στις ΤΥΔΚ την 1.1.2010, αλλά μετακινήθηκαν σε άλλες υπηρεσίες μετά την 1.1.2010.
Οι υπάλληλοι της ΤΥΔΚ Ν. Αιγαίου παραμένουν στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου σύμφωνα με το άρθρο 258 παρ. 6 του ν. 3852/10.
Ναι, η υποχρέωση παραμονής για το υπόλοιπο της άδειας υφίσταται και στην περίπτωση που οι υπάλληλοι Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων μετατάσσονται σε Δήμους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
Ναι, εφόσον ο Γ.Γ. Περιφέρειας είναι αρμόδιο όργανο για την έκδοση της απόφασης.
Ο Γ.Γ.Περιφέρειας μπορεί είτε να ενημερώσει εγγράφως είτε να εκδώσει αρνητική αιτιολογημένη απόφαση.
Ναι, μπορούν, εφόσον τους έχει μεταβιβαστεί τέτοια αρμοδιότητα.
Θα σταλεί το σχέδιο της απόφασης όπως σας είχαμε αποστείλει με το αρίθμ.38541/12-07-2010 εγγράφου μας, στο οποίο και γίνεται μνεία των διατάξεων για τις πιστώσεις.
Τα σχετικά δικαιολογητικά (ατομικός φάκελος, αίτηση υπαλλήλου, βεβαίωση οικείου Νομάρχη) αποστέλλονται στην έδρα της οικείας Περιφέρειας προκειμένου να γίνει ο απαιτούμενος έλεγχος και να εκδοθεί απόφαση του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας για τη μετάταξη των υπαλλήλων των νομαρχιακών αυτοδιοικήσεων στους δήμους.
Όχι, παραμένουν στην Έδρα της οικείας Περιφέρειας. Στη συνέχεια, κατά το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου οι ατομικοί φάκελοι των υπαλλήλων θα πρέπει να αποσταλούν στους δήμους στους οποίους μετατάσσονται οι υπάλληλοι. Αν στο μεταξύ υπάρχουν στοιχεία τα οποία πρέπει να συμπεριληφθούν στον ατομικό φάκελο του υπαλλήλου (υπηρεσιακές μεταβολές, αναρρωτικές άδειες κ.λπ.), οι υπηρεσίες των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων θα πρέπει να αποστείλουν τα συμπληρωματικά στοιχεία του φακέλου στην Περιφέρεια, για να περιληφθούν στον ατομικό φάκελο.
Ναι, καθώς και από τα Επαρχεία ασκούνται οι αρμοδιότητες κατ’ αναλογία με τις Ν.Α., ενώ από καμία διάταξη του «Καλλικράτη» δεν προβλέπεται διαφορετική διαδικασία μετατάξεων για το προσωπικό αυτό. Ως εκ τούτου, και σε αυτή την περίπτωση θα ακολουθηθεί κατ’ αναλογία η διαδικασία της παρ.1 του άρθρου 257 ν.3852/2010.
Ναι. Η υποχρέωση παραμονής για το υπόλοιπο των δέκα (10) τουλάχιστον ετών υφίσταται και στην περίπτωση που οι υπάλληλοι Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων μετατάσσονται σε Δήμους σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις.
Το μόνιμο και με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου προσωπικό των οργανικών μονάδων των κρατικών περιφερειών, των οποίων αρμοδιότητες απονέμονται στις αιρετές περιφέρειες της αντίστοιχης χωρικής αρμοδιότητας βάσει των ρυθμίσεων του προγράμματος Καλλικράτης, μπορεί, με αίτησή του εντός της τιθέμενης από το νόμο προθεσμίας, να ζητήσει τη μετάταξή του στην αιρετή περιφέρεια της αντίστοιχης κατά τόπον αρμοδιότητας, βάσει της παρ. 1 του άρθρου 256 του ν.3852/2010, ακόμη και στην περίπτωση που το προσωπικό αυτό ασκεί τα υπαλληλικά του καθήκοντα στις Ενδιάμεσες Διαχειριστικές των Περιφερειών ή ακόμη και στην περίπτωση που το προσωπικό αυτό είναι αποσπασμένο σε κάποιο άλλο φορέα, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι προ της έκδοσης της απόφασης μετακίνησης στην οικεία ΕΔΑΠ ή της απόσπασης σε οποιοδήποτε φορέα υπηρετούσε (με απόφαση τοποθέτησης) σε οργανική μονάδα της κρατικής περιφέρειας της οποίας αρμοδιότητες απονέμονται στην αιρετή περιφέρεια.
Οι εθελούσιες μετατάξεις του προσωπικού των υφιστάμενων Κρατικών Περιφερειών σε Περιφέρειες του Ν. 3852/2010, που γίνονται σύμφωνα με το άρθρο 256 παρ. 1, αφορούν μόνο στο προσωπικό που έχει ασκήσει αρμοδιότητες συναφείς με εκείνες που παρατίθενται στον Υποτομέα Διαχείρισης Υδάτων (άρθρο 186) και όχι για το σύνολο των λοιπών αρμοδιοτήτων που έχουν μεταβιβαστεί στις Κρατικές Περιφέρειες και οι οποίες εξακολουθούν να ασκούνται από αυτές.
Επειδή η μετάταξη, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, αναλύεται σε απόλυση και οιονεί διορισμό, το προσωπικό που έχει μεταταχθεί εν τω μεταξύ σε άλλες υπηρεσίες δεν υπάγεται στις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 257 ν.3852/2010. Επιπλέον, εάν η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί, αλλά εκκρεμεί η δημοσίευση της μετάταξης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αυτή θα πρέπει να δημοσιευθεί, στο πλαίσιο των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη, και στη συνέχεια θα ισχύσει κανονικά η μετάταξη.
Όπως αναφερόταν και στην Α.Π. οικ.33782/16-6-2010 εγκύκλιό μας, η παράγραφος 1 του άρθρου 257 ν. 3852/2010 αφορά και προσωπικό των Ν.Α. που είναι αποσπασμένο σε άλλες υπηρεσίες, βάσει κοινών ή ειδικών διατάξεων, αρκεί να υπάγεται οργανικά στην κρίσιμη υπηρεσία. Κατά τα λοιπά, η μετάταξη του προσωπικού είτε στο δήμο, βάσει των διατάξεων του άρθρου 257, είτε στην Περιφέρεια, βάσει των διατάξεων του άρθρου 255, δεν συνεπάγεται διακοπή της απόσπασης, αλλά με τη λήξη της απόσπασης ο υπάλληλος επιστρέφει στην υπηρεσία στην οποία έχει εν τω μεταξύ μεταταγεί.
Όχι, καθώς δεν αίρεται η υποχρέωση τήρησης της γενικής διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 73 του ν.3528/2007 (Υπαλληλικός Κώδικας), βάσει της οποίας δεν επιτρέπεται μετάταξη υπαλλήλου πριν τη συμπλήρωση δύο (2) ετών από το διορισμό του. Το προσωπικό αυτό καθίσταται αυτοδικαίως, από 1-1-2011, προσωπικό των Περιφερειών της αντίστοιχης χωρικής αρμοδιότητας, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 255 ν.3852/2010.
Όχι, καθώς σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 8 του άρθρου 257 ν.3852/2010, το προσωπικό αυτό μετατάσσεται αυτοδικαίως, από 1-1-2011, στο δήμο όπου λειτουργούσε το ΚΕΠ, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις παραγράφους 2α, 3, 4, 5, 6 και 7 του άρθρου 257.
Όχι, καθώς για το προσωπικό αυτό υπάρχει ειδική πρόβλεψη στο άρθρο 201 παρ.4 ν.3852/2010, σύμφωνα με την οποία καθίσταται αυτοδικαίως προσωπικό της οικείας Περιφέρειας, με την ίδια σχέση εργασίας.
Οι διατάξεις του άρθρου 205 του ν. 4555/2018, αποσκοπούν στην ομοιόμορφη, πιστή και ολοκληρωμένη τήρηση των διατάξεων του ν. 4270/2014 και του πδ. 80/2016 από τους φορείς που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής αυτού. Τα ανωτέρω νομοθετήματα, με τις ειδικότερες διατάξεις που αφορούν τόσο στις οργανικές μονάδες οικονομικών υπηρεσιών όσο και τους προϊστάμενους αυτών, καταδεικνύουν τον κρίσιμο ρόλο που επιτελούν στην διασφάλιση της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης των φορέων τους.
Για το νομοθέτη, οι εν λόγω οργανικές μονάδες καθίστανται ιδιαίτερα σημαντικές καθώς η οικονομική λειτουργία και διαχείριση αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της βιώσιμης λειτουργίας του φορέα και επηρεάζει την εν γένει ασκούμενη δημοσιονομική πολιτική του κράτους, καθώς τα οικονομικά στοιχεία των αποδόσεων τους λαμβάνονται υπόψη στον πολυετή δημοσιονομικό προγραμματισμό, στον καθορισμό του μεσοπρόθεσμου δημοσιονομικού στόχου, στον υπολογισμό των ενδεικτικών ετήσιων στόχων ελλειμμάτων ή πλεονασμάτων των Φορέων Γενικής Κυβέρνησης. και τις δημοσιονομικές παρεμβάσεις.
Εξ αυτών των λόγων, ο νομοθέτης επιθυμεί κατ’ αρχάς οι σχετικές Υπηρεσίες να αποτελούν αυτόνομη/διακριτή οργανική μονάδα στο υψηλότερο ιεραρχικό επίπεδο των φορέων, και προς τούτο υποχρεώνει την Κεντρική Διοίκηση στη σύσταση Γενικών Διευθύνσεων Οικονομικών Υπηρεσιών (ΓΔΟΥ) στις οποίες «σχετικές γενικές διευθύνσεις υπάγονται όλες οι υφιστάμενες οικονομικές οργανικές μονάδες και οι αρμοδιότητες οικονομικού ενδιαφέροντος του φορέα και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, και άλλες οργανικές μονάδες αυτού.» (άρθρο 24 ν. 4270/2014).
Ο κρίσιμος ρόλος των ανωτέρω Υπηρεσιών, έχει ως αποτέλεσμα τον ορισμό βάσει ειδικών διατάξεων, των προϊσταμένων τους, ως προϊστάμενους οικονομικών υπηρεσιών (ΠΟΥ) και την απόδοση σε αυτούς διευρυμένων αρμοδιοτήτων, καθηκόντων και υποχρεώσεων. Για την Κεντρική Διοίκηση ΠΟΥ ορίζονται ρητά οι επικεφαλής των ΓΔΟΥ, καταδεικνύοντας έτσι τη βούληση του νομοθέτη ο ΠΟΥ να βρίσκεται στο ανώτατο ιεραρχικά επίπεδο της σχετικής οργανικής μονάδας. Για τους ΠΟΥ των λοιπών φορέων Γενικής Κυβέρνησης, των οποίων, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του άρθρου 25 του ν. 4270/2014, «οι αρμοδιότητες είναι εξίσου σημαντικές με εκείνες των ΠΟΥ των Υπουργείων» γίνεται πρόβλεψη «για πρώτη φορά σε ξεχωριστό άρθρο, προκειμένου να αναδειχθεί ο ρόλος τους στο πλαίσιο της ορθής δημοσιονομικής διαχείρισης, κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 13 της Οδηγίας 85/2011/ΕΕ.».
Παρά το γεγονός της εξομοίωσης ως προς την σημαντικότητα, των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ΠΟΥ της Κεντρικής Διοίκησης και των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, στην περίπτωση των τελευταίων, ο νόμος αποφεύγει τον ρητό ορισμό τους αναφέροντας ότι «οι σχετικές αρμοδιότητες ασκούνται από τον, σύμφωνα με τον οικείο Οργανισμό, προϊστάμενο οικονομικών υπηρεσιών.» (άρθρο 25 ν. 4270/2014). Τούτο, δεν αναιρεί σε καμιά περίπτωση την εκφρασμένη ως άνω βούληση του νομοθέτη, περί του πλαισίου που θέλει να διέπει τους ΠΟΥ, αλλά οφείλεται στο γεγονός των εμφανιζόμενων ιδιαιτεροτήτων και διαφορών της οργανωτικής δομής των λοιπών φορέων της Γενικής Κυβέρνησης, όπου για παράδειγμα το ιεραρχικό επίπεδο της Γενικής Διεύθυνσης δεν εμφανίζεται συχνά. Γι αυτό και ο νόμος παραπέμπει στους οικείους Οργανισμούς, τους οποίους θεωρεί εναρμονισμένους με τις σχετικές διατάξεις περί ιεραρχικού επιπέδου της οικονομικής οργανικής μονάδας, του ορισμού και της περιγραφής των αρμοδιοτήτων του ΠΟΥ.
Τα ως άνω εκτεθέντα, βρίσκονται σε απόλυτη συμφωνία και αποτελούν τη βάση των διατάξεων του άρθρου 205 του ν. 4555/2018, κατά την έννοια των οποίων στους ΟΤΑ α΄ βαθμού προϊστάμενος οικονομικών υπηρεσιών θεωρείται ο προϊστάμενος της γενικής διεύθυνσης ή διεύθυνσης στην οποία υπάγονται όλες οι υφιστάμενες οικονομικές οργανικές μονάδες και οι αρμοδιότητες οικονομικού ενδιαφέροντος (μόνο) και, εφόσον κριθεί σκόπιμο, και άλλες οργανικές μονάδες αυτού (κατά κύριο λόγο). Σημειώνεται, ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες στις σχετικές Διευθύνσεις υπάγονται και άλλες οργανικές μονάδες, η έννοια του κατά κύριο λόγο, δεν υπόκειται σε ποσοστιαίες εκτιμήσεις, δεδομένου ότι για το νομοθέτη του ν. 4270/2014 ακόμα και στην περίπτωση που λόγω του περιορισμένου αντικειμένου των ΓΔΟΥ των Υπουργείων, υπόκεινται σε αυτή και άλλες οργανικές μονάδες, χαρακτηρίζει τις τελευταίες «υποστηρικτικού ιδίως χαρακτήρα», υπερτονίζοντας έτσι τη σημασία των οικονομικών υπηρεσιών.
Υπογραμμίζεται, ότι με γνώμονα την πιστή εφαρμογή των οριζομένων στα ως άνω σχετικά νομοθετήματα, σκόπιμη θα ήταν η τροποποίηση άμεσα των οικείων Οργανισμών Εσωτερικής Υπηρεσίας των φορέων, και η πρόβλεψη σύστασης διακριτής οργανικής μονάδας στην οποία θα συγκεντρώνονται όλες οι οικονομικές υπηρεσίες (συμπεριλαμβανομένης και της μισθοδοσίας).
Κατά το μεταβατικό στάδιο, εφόσον στον Εσωτερικό Οργανισμό Υπηρεσίας του φορέα, προβλέπεται για παράδειγμα Διεύθυνση Διοικητικών – Οικονομικών Υπηρεσιών, ο Προϊστάμενος αυτής υπό τον οποίο βρίσκεται το σύνολο των οικονομικών αντικειμένων, δεν μπορεί να θεωρείται αναρμόδιος, κατά την άποψη της Υπηρεσία μας, και το βάρος της ευθύνης εφαρμογής των δημοσιολογιστικών διατάξεων να μετακυλίεται σε έναν Προϊστάμενο υφιστάμενης οργανικής μονάδας, η οποία συγκεντρώνει το σύνολο των οικονομικών υπηρεσιών και αρμοδιοτήτων, όπως λόγου χάρη στον Προϊστάμενο Λογιστηρίου.
Ακόμα όμως και στις περιπτώσεις όπου, στη Διεύθυνση Διοικητικού – Οικονομικού υπόκεινται περισσότερα του ενός Τμημάτων οικονομικού αντικειμένου, λ.χ. Λογιστήριο, Τμήμα Εσόδων κλπ, καθίσταται σαφές ότι ο Προϊστάμενος της υφιστάμενης μονάδας, αυτός του Λογιστηρίου, δεν θα μπορούσε διοικητικά να δίνει εντολές ή/και να ελέγχει/εποπτεύει άλλον Προϊστάμενο Τμήματος, επίσης οικονομικού αντικειμένου και ίδιου ιεραρχικού επιπέδου, όπως ενδεικτικά προαναφέραμε του Τμήματος Εσόδων.
Στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν.4555/2018 εντάσσονται οι ΟΤΑ και τα νπδδ αυτών και ως εκ τούτου δεν προκύπτει υποχρέωση εφαρμογής τους από τις κοινωφελείς επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν νπιδ των δήμων και διέπονται από τις ειδικές για αυτές διατάξεις και από τους εσωτερικούς κανονισμούς τους. Παράλληλα όμως επισημαίνουμε ότι :
- οι περισσότερες κοινωφελείς επιχειρήσεις ανήκουν στο Μητρώο Φορέων Γενικής Κυβέρνησης και οφείλουν επίσης να εφαρμόζουν τις διατάξεις που αφορούν τους εν λόγω φορείς (π.χ. ν.4270/2014,π.δ. 80/2016) και ότι
- από την υπαγωγή των δαπανών των επιχειρήσεων, στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σύμφωνα με νομολογία αυτού, ο έλεγχος αυτός σε περίπτωση μη υπάρξεως κανονισμού οικονομικής διαχείρισης, διενεργείται σύμφωνα με τις διατάξεις του β.δ/τος της 17 Μαΐου/15 Ιουνίου 1959, καθώς και τις διατάξεις του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, οι οποίες αφορούν στην οικονομική διοίκηση και το λογιστικό των δήμων, προσαρμοσμένες βεβαίως στα όργανα των κοινωφελών επιχειρήσεων (Πρ. 204/2013 VII Τμήμα). Ως εκ τούτου, σε μια τέτοια περίπτωση, θα πρέπει βεβαίως να εφαρμόζουν αναλογικά και όποιες νεώτερες διατάξεις ρυθμίζουν σχετικά ζητήματα για τους δήμους, όπως αυτές του ν.4555/2018.
Παρεμπιπτόντως, σκόπιμο θα ήταν οι κανονισμοί των επιχειρήσεων να προσαρμόζονται στο κάθε φορά ισχύον θεσμικό πλαίσιο που τις αφορά, ώστε να μην προκύπτουν ζητήματα κατά τη διενέργεια του προληπτικού και κατασταλτικού ελέγχου των δαπανών τους και να συνεχίζεται απρόσκοπτα η ομαλή λειτουργία τους.
Εννοείται ότι ειδικά για το χρηματικό ένταλμα πληρωμής μισθοδοσίας, συντάκτης είναι ο ορισμένος εκκαθαριστής μισθοδοσίας, σύμφωνα με τα ισχύοντα.
Σύμφωνα με την περ. β΄, της παρ. 1 του άρθρου 204 του ν.4555/2018, θα πρέπει να συντρέχουν στα νπδδ, σωρευτικά οι δυο προϋποθέσεις που ορίζει η διάταξη, ήτοι α) να μην έχουν δικό τους διοικητικό προσωπικό και β) η ταμειακή τους υπηρεσία να διεξάγεται από το δήμο που τα έχει συστήσει. Σε αυτή την περίπτωση, οι αρμοδιότητες ανάληψης των υποχρεώσεων, εκκαθάρισης και εντολής των δαπανών ασκούνται από τις αντίστοιχες υπηρεσίες του δήμου και οι σχετικές πράξεις υπογράφονται από τα όργανα που είναι αρμόδια για τις δαπάνες του δήμου. Επισημαίνεται ότι, αναφερόμαστε σε αρμοδιότητες ανάληψης που αφορούν τους υπηρεσιακούς παράγοντες που εμπλέκονται στις διαδικασίες και όχι τον Διατάκτη, που βεβαίως είναι ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου του νομικού προσώπου.
Δεδομένου ότι, η διάταξη αναφέρεται στα νπδδ, που δεν έχουν δικό τους διοικητικό προσωπικό και όχι σε αυτά που δεν είναι επαρκώς στελεχωμένα, νοείται ότι και με έναν τουλάχιστο διοικητικό υπάλληλο, δύναται να ασκηθούν κατ’ εξαίρεση οι ως άνω αρμοδιότητες, όπως και στους μικρούς δήμους της περ. α΄ της ίδιας παραγράφου, εφόσον βέβαια η ταμειακή εξυπηρέτηση γίνεται από το δήμο που έχει συστήσει το νομικό πρόσωπο, ώστε να μην τίθεται ζήτημα με τα ασυμβίβαστα.
Όχι. Σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 203 του ν.4555/2018, ο δήμαρχος «αποφασίζει για την έγκριση των δαπανών και τη διάθεση όλων των εγγεγραμμένων στον προϋπολογισμό πιστώσεων, συμπεριλαμβανομένων των πιστώσεων που εγγράφονται σε αυτόν με αναμόρφωση, με την έκδοση της σχετικής απόφασης ανάληψης υποχρέωσης.».
Η πάγια προκαταβολή συνιστάται με απόφαση της οικονομικής επιτροπής, από την οποία ορίζεται και ο υπόλογος, όπως προβλέπουν οι διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 173 του ΔΚΚ. Η απόφαση ανάληψης της υποχρέωσης για τη σύσταση της πάγιας προκαταβολής εκδίδεται από το δήμαρχο.
Οι πληρωμές από τη πάγια προκαταβολή διενεργούνται με βάση έγγραφες εντολές του δημάρχου. Κάθε έγγραφη εντολή συνοδεύεται από αντίστοιχη απόφαση ανάληψης υποχρέωσης. Τα δικαιολογητικά των δαπανών υποβάλλονται για έγκριση στην οικονομική επιτροπή και μετά την έκδοση της εγκριτικής απόφασης εκδίδονται αντίστοιχα χρηματικά εντάλματα, για την αναπλήρωση του αναλωθέντος ποσού της πάγιας προκαταβολής.
Οι πιστώσεις που προορίζονται για δαπάνες οδοιπορικών και επιμόρφωσης του προσωπικού, δεν χρήζουν εξειδίκευσης με απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Όλες οι πτυχές των συγκεκριμένων δαπανών εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του δημάρχου ως διατάκτη των πιστώσεων και προϊσταμένου των υπηρεσιών και του προσωπικού.