ΑΡΘΡΟ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ. ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ ΣΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Aθήνα, 7 Ιανουαρίου 2012
ΑΡΘΡΟ ΥΠ.ΕΣ. κ. ΤΑΣΟΥ ΓΙΑΝΝΙΤΣΗ ΣΤΟ ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
Ας αναλάβουν όλοι τις ευθύνες τους
Η χώρα περνάει στον τέταρτο χρόνο κρίσης μέσα σε κλίμα διάχυτης αβεβαιότητας. Οι φόβοι για κατάρρευση δύο μήνες πριν ανακόπηκαν. Όμως οι θετικές προσδοκίες παραμένουν ακόμα στη σκιά του φόβου. Αν δεν κινηθούμε με αυτοπεποίθηση και διάθεση να ξεφύγουμε από το σήμερα και αν δεν σταματήσουμε να σερνόμαστε στην τροχιά μιας ιδεολογικής και παλαιοκομματικής οπτικής, καμιά θετική προοπτική δεν θα μπορέσουμε να δώσουμε στον Ελληνα πολίτη. Η ιδεολογία που προπαγανδίζεται είναι ότι δεν υπάρχει διέξοδος. Ναι, δεν υπάρχει διέξοδος, αλλά για όσους δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν διέξοδο. Ισως γιατί μια εθνική διέξοδος θα σήμαινε την κατάρρευσή τους. Ισως γιατί η μόνη διέξοδος για να μην καταρρεύσουν όσοι βλέπουν αδιέξοδα είναι η ίδια η κατάρρευση της χώρας.
Μια είναι η κεντρική προϋπόθεση για το που θα φτάσουμε: να αποφασίσουμε ως κοινωνία, ότι είτε με σύμμαχο, είτε χωρίς σύμμαχο το πολιτικό σύστημα, θέλουμε να βγούμε από το τέλμα. Τότε, το πολιτικό σύστημα θα συμμαχήσει, θέλει δεν θέλει. Σήμερα, πόσοι στηρίζουν πραγματικά τα μέτρα δημοσιονομικής εξυγίανσης και διαρθρωτικής προσαρμογής; Πόσοι μιλάνε με ρεαλισμό για τις εκρηκτικές συνέπειες μιας αποτυχίας; Πόσοι επιδίδονται στο εμπόριο της χίμαιρας; Ο πολίτης δεν ακούει τίποτα που να λέει ότι πρέπει να εργαστούμε, όχι για να ξεγελάσουμε την Ευρώπη, αλλά για να ξεπεράσουμε την κρίση. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, το πρόγραμμα που καλούμαστε να εφαρμόσουμε ή να διαπραγματευτούμε παρουσιάζεται ως ρετσινόλαδο, το οποίο θα έπρεπε να αποφύγουμε με κάθε δυνατό τρόπο.
Ότι το μνημόνιο, για ορισμένα ζητήματα θα μπορούσε να προβλέπει διαφορετικές πολιτικές, που, ας μην ξεχνάμε, θα έπρεπε να ήσαν αποδεκτά και από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι σωστό. Ποιος έκανε τον κόπο να προτείνει ένα ολοκληρωμένο, εναλλακτικό, πειστικό και κυρίως ρεαλιστικό και αποδεκτό μεσοπρόθεσμο σχέδιο, που να κάνει ξεκάθαρο τι αποφάσεις και πολιτικές θα ακολουθηθούν στην επόμενη τετραετία γύρω απο τα δημοσιονομικά, την ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις, την απασχόληση, τη φτώχεια ή τον εκσυγχρονισμό της Δημόσιας Διοίκησης και ποιες θα ήσαν οι προοπτικές με όλα αυτά; Ποιος συγκεκριμενοποίησε έστω και στο ελάχιστο τι απαιτήσεις έχει το ζητούμενο της ανάπτυξης; Ποιος το κάνει ακόμα και σήμερα; Ό,τι ακούμε είναι κάποιες σκόρπιες ιδέες, φουσκωμένες με μπόλικο πολιτικό βολονταρισμό, με ό,τι δηλαδή οδήγησε στην κατάρρευση.
Όμως το πως και που πάμε είναι θεμελιώδη. Όπως θεμελιώδεις είναι και οι αναγκαίες διαρθρωτικές αλλαγές σε καίρια στοιχεία λειτουργίας της κοινωνίας μας, προκειμένου να πετύχουμε ανάπτυξη και έξοδο από την κρίση. Εννοώ τις αλλαγές στο φορολογικό σύστημα, τη δομή των κρατικών δαπανών, τη διαφθορά, τις έκδηλες ανισότητες στην κοινωνική στήριξη, στην εκπαίδευση, στην πρόσβαση σε θέσεις διαχείρισης χρήματος, σε προνομιακές αμοιβές, σε κοινοτικές επιδοτήσεις. Τις διαρθρωτικές αλλαγές που ιδεολογικά πολεμούνται λυσσαλέα. Γιατί; Γιατί η υλοποίησή τους θα σήμαινε την αποδυνάμωση ενός κλεπτοκρατικού και εξαιρετικά άνισου και προνομιακού συστήματος και μια σύγκλιση του κοινωνικά κοροϊδευτικού ελληνικού προς το ευρωπαϊκό υπόδειγμα κοινωνικής δημοκρατίας.
Στην καρδιά των αιτιών της κατάρρευσής μας βρίσκεται ο άνισος τρόπος εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας. Χωρίς τις τεράστιες και διευρυνόμενες ανισότητες, ούτε τόσο σημαντικά φορολογικά ελλείμματα θα είχαν δημιουργηθεί, ούτε το παραγωγικό σύστημα και η ανταγωνιστικότητα θα είχαν αποδυναμωθεί τόσο, ούτε οι τεράστιοι κοινοτικοί πόροι που κατευθύνθηκαν στον αγροτικό τομέα ή δόθηκαν για διάφορα προγράμματα θα είχαν αποτύχει να δημιουργήσουν ένα πιο ισχυρό παραγωγικό και κοινωνικό σύστημα, ούτε οι επενδύσεις σε οπλικό, ιατρικό ή άλλο εξοπλισμό θα συνδέονταν με καταστάσεις ιδιωτικού πλουτισμού εντός και εκτός Ελλάδας. Για να αντισταθμιστεί πολιτικά αυτή η βαθύτερη ανισότητα που χαρακτήρισε δεκαετίες, ακολουθήθηκε μια πολιτική ελλειμμάτων και διογκωμένου χρέους, που πολιτικά δημιουργούσαν σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα τη μεγάλη ψευδαίσθηση ότι επετύγχαναν μια σταθερή άνοδο του βιοτικού τους επιπέδου.
Έτσι φτάσαμε, ώστε μεταξύ 1989 και 1999 το μεν δημόσιο χρέος να αυξηθεί κατά 95 δισεκ. ευρώ, το δε ΑΕΠ κατά 80 δισεκ. ευρώ. Μεταξύ 1999 και 2010, το χρέος αυξήθηκε κατά 213 δισεκ. ευρώ και το ΑΕΠ κατά 120 δισεκ. ευρώ. Πίσω από την πραγματικότητα αυτή, το μήνυμα είναι ένα: Αδυναμία να παράγουμε ικανοποιητική ανάπτυξη και συνεχής προσφυγή σε ξένα δάνεια, για να δίνουμε την ψευδαίσθηση ότι εμείς δημιουργούμε ανάπτυξη. Από τη στιγμή μάλιστα που το προοδευτικό, το αριστερό ή το φιλολαϊκό έφτασαν να ταυτίζονται με ακόμα μεγαλύτερα δάνεια, χρέη και εξάρτηση από τις παγκοσμιοποιημένες χρηματοπιστωτικές αγορές, ήταν αναπόφευκτο να δούμε την κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και τη διάλυση του κοινωνικού ιστού.
Από την κυβέρνηση αυτή και ιδίως από τον πρωθυπουργό ζητήθηκε να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας για λίγους μήνες, προκειμένου να ολοκληρώσει δύσκολες και θεμελιακές για την τύχη της κοινωνίας διαπραγματεύσεις, από τις οποίες το πολιτικό σύστημα θεώρησε σκόπιμο να αποστασιοποιηθεί. Οποτε και αν καθοριστεί η λήξη αυτού του εγχειρήματος (και περίπου έχει ήδη καθοριστεί), το ίδιο το εγχείρημα πρέπει μέχρι το σύντομο τέλος του να στηριχτεί πολιτικά χωρίς επιφυλάξεις. Στηριχτεί, σημαίνει ένα πράγμα: τήρηση της πολιτικής δέσμευσης που δόθηκε προς τον ελληνικό λαό με στόχο το καλό της χώρας και όχι για να κερδηθεί πολιτικός χρόνος. Αλλιώς δεν υπήρχε λόγος για όλη αυτή τη φασαρία. Αλλιώς η θεατρική παράσταση ας σταματήσει άμεσα, και ο καθένας να έχει το θάρρος να αναλάβει τις ευθύνες του. Οι εβδομάδες που έρχονται πρέπει να είναι μεστές από προτάσεις για ένα εθνικό σχέδιο εξόδου που θα ξεφεύγουν από τον καφενόβιο δημόσιο λόγο ή τις ιδεοληψίες που οδήγησαν το σκάφος στη Φαλκονέρα. Να είναι εβδομάδες εθνικής αυτογνωσίας και όχι μια διαδικασία υπολογισμού σε ποιόν θα πέσει ο μουντζούρης. Στηρίζεται πράγματι το εγχείρημα; Αμφισβητείται;
Η έξοδος από την κρίση θα γίνει με την ανάδειξη νέων αξιών, προτεραιοτήτων και ρυθμιστικών κανόνων. Η χώρα δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς οργανωμένη, αλλά καθαρή από το αμαρτωλό παρελθόν πολιτική δημοκρατία. Το πολιτικό σύστημα έχει την τεράστια ευθύνη να κάνει την αυτοκάθαρσή του. Κάθαρση από τις ευθύνες που οδήγησαν στην ανεργία πεντακοσίων χιλιάδων ατόμων, στην απώλεια εισοδήματος όλων και σε πτώχευση αξιών προϋποθέτει πατροκτονία, δηλαδή αποχαιρετισμό από τα στερεότυπα που προκάλεσαν την κατάρρευση.
Οι διαρθρωτικές αλλαγές είναι το πιο δύσκολο και επώδυνο τμήμα μιας πολιτικής μετασχηματισμού. Χωρίς αυτές τα δημοσιονομικά δεν θα αρκούν ποτέ, είτε είμαστε στο ευρώ, είτε σε κάποιο βαλκανικό νόμισμα. Εμμονή στον αρνητισμό απέναντί τους θα έχει πολλαπλάσια επώδυνες και δύσκολες συνέπειες. Ανάπτυξη έτσι δεν θα δούμε ποτέ. Η χώρα μας εδώ και καιρό μένει συνεχώς πίσω σε ότι αφορά τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό και την ανταγωνιστικότητα. Το 2001 ο αρνητισμός απέναντι σε αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα οδήγησε σε λιγότερο από μια δεκαετία στη γενική κατάρρευσή του. Το 2012 ο αρνητισμός απέναντι σε αλλαγές για να δημιουργήσουμε ανάπτυξη θα οδηγήσει σε πρόσθετες καταρρεύσεις. Όπως και στο ασφαλιστικό, συντριμμένες θα βγουν οι κάθε μορφής αδύναμες κοινωνικές πραγματικότητες. Κερδισμένες, θα βγουν οι κάθε μορφής σκληρές οικονομικές και πολιτικές πραγματικότητες, που θα προσγειώσουν τη χώρα εκεί από όπου δεκαετίες τώρα είχε ξεφύγει.
Είναι λάθος ότι στους επόμενους μήνες παίζεται το ευρώ ή η δραχμή. Αυτό που παίζεται είναι αν η χώρα και όσα ξεκίνησε ο Κων/νος Καραμανλής το 1976 και συνέχισαν ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 και ο Κώστας Σημίτης το 1996 θα γίνουν ή όχι και αυτά junk (σκουπίδια, όπως τα ομόλογά μας) ή αν η χώρα θα μετατραπεί σε βραζιλιάνικη φαβέλλα και αν το ελληνικό Εθνος θα γίνει ένα κατάπτυστο εξωτικό παράδειγμα με το οποίο θα διασκεδάζει η παγκόσμια ειδησεογραφία και θα χαίρονται οι εχθροί μας. Αυτό το διακύβευμα δεν επιτρέπεται να αφεθεί να παιχτεί. Με κάθε μέσο.