Ομιλία ΓΓ ΥΠΕΣ, Κώστα Πουλάκη, στο Κιλκίς, για τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης «Προοδευτική, δημοκρατική, συμμετοχική και αλληλέγγυα διακυβέρνηση σε τοπικό και κεντρικό επίπεδο»
Σε εκδήλωση της Νομαρχιακής Επιτροπής Κιλκίς του ΣΥΡΙΖΑ για τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης μίλησε ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών, Κώστας Πουλάκης, την Τετάρτη 4 Ιουλίου.
Στο περιθώριο της ομιλίας του ο Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εσωτερικών, δεν παρέλειψε να αναφερθεί και στο θέμα της συμφωνίας των Πρεσπών, τονίζοντας ότι «στην πολιτική, και κυρίως στα εθνικά θέματα, η ιστορία της χώρας μας έχει αποδείξει ότι είναι κρίσιμης σημασίας ο ορθολογισμός και ότι δεν είναι μακροπρόθεσμα προς όφελος των εθνικών μας συμφερόντων η έξαρση του συλλογικού θυμικού», ενώ εξέφρασε την πεποίθηση ότι «με τη συμφωνία των Πρεσπών, ένα εξαιρετικά ισορροπημένο διπλωματικό κείμενο, αποκαθίσταται η πραγματικότητα και κάθε χώρα "παίρνει", εντός εισαγωγικών, το κομμάτι εκείνο που πράγματι της αναλογεί από την ιστορική διαδρομή και την πολιτιστική κληρονομιά της ευρύτερης περιοχής μας».
Σε ό,τι αφορά το κυρίως θέμα της εκδήλωσης, ο κ. Πουλάκης υπενθύμισε ότι το τελικό νομοσχέδιο «Κλεισθένης Ι» είναι προϊόν μακρόχρονου διαλόγου, καθώς, όπως είπε, «στη διαδρομή από το αρχικό πόρισμα της Επιτροπής μας, μέχρι σήμερα, έχει ενσωματώσει πολλές από τις παρατηρήσεις, ενστάσεις και προτάσεις που διατυπώθηκαν».
Μάλιστα, σχολιάζοντας τις αντιδράσεις της ΚΕΔΕ, ο κ. Πουλάκης ανέφερε ότι «δεν "τσιγκουνεύτηκε", να σπαταλήσει χρήματα της Αυτοδιοίκησης στο να κάνει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση – γιατί αν δείτε τις πληρωμένες καταχωρίσεις της στον τύπο, δεν λένε τίποτα επί της ουσίας», ενώ εξέφρασε την άποψη ότι «το κύριο, αν όχι το μόνο πρόβλημα των ηγεσιών της ΚΕΔΕ και της ΕΝΠΕ, είναι η απλή αναλογική». Όπως εξάλλου υπενθύμισε «η αλλαγή του εκλογικού συστήματος και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, αν και αποτελεί, ως γνωστόν, διαχρονικό ταυτοτικό στοιχείο της Αριστεράς και κεντρική προγραμματική προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης, δεν είναι απλώς μία αξιακή επιλογή, αλλά στηρίζεται σε πολύ συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα πραγματικά δεδομένα και έρχεται να καλύψει ένα υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα που δημιουργεί το ακραία πλειοψηφικό ισχύον σύστημα».
Κλείνοντας δε την ομιλία του ο ΓΓ του ΥΠΕΣ ανέφερε ότι ιδιαίτερα στην περίοδο που ζούμε, κατά την οποία, όπως είπε, «ο ακραίος συντηρητισμός, ο εθνικισμός, η ακροδεξιά και οι πρακτικές της "εθνικοφροσύνης", που πιστεύαμε ότι είχαν μείνει οριστικά πίσω μας, μετά την εμπειρία του εμφυλίου, της "καχεκτικής" μεταπολεμικής δημοκρατίας και της χούντας, ξανασηκώνουν όπως φαίνεται κεφάλι και διεκδικούν με τρόπο δυναμικό, όχι μόνο με το μισαλλόδοξο διχαστικό λόγο τους, αλλά και με βίαιες πράξεις, να ξαναβρεθούν στο προσκήνιο, είναι χρέος όλων μας ως δημοκρατικών, προοδευτικών πολιτών να αποτρέψουμε μια τέτοια σκοτεινή για τη χώρα μας εξέλιξη και να δημιουργήσουμε παντού, σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο, τους όρους μιας σύγχρονης προοδευτικής, δημοκρατικής, συμμετοχικής και αλληλέγγυας διακυβέρνησης».
Ακολουθεί η ομιλία του κ. Πουλάκη.
ΟΜΙΛΙΑ ΚΩΣΤΑ ΠΟΥΛΑΚΗ ΣΤΟ ΚΙΛΚΙΣ
Κιλκίς, 4 Ιουλίου 2018
Φίλες και φίλοι,
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Αγαπητοί εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,
Είμαι σήμερα ανάμεσά σας, προσκεκλημένος της Νομαρχιακής Επιτροπής Κιλκίς του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να συζητήσουμε – όπως κάνουμε σε εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα – για τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, και κυρίως για το πρώτο βήμα της, το νομοσχέδιο "Κλεισθένης Ι".
Μάλιστα, η παρουσία μου σήμερα εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού σήμερα κατατέθηκε στη Βουλή αυτό το νομοσχέδιο, μετά από μία μακρά περίοδο διαβουλεύσεων, είμαι λοιπόν ιδιαίτερα συγκινημένος και χαρούμενος.
Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε, πριν μπω στο κυρίως θέμα της ομιλίας μου, να κάνω μία σύντομη αναφορά στην επικαιρότητα και στη συμφωνία που υπογράφηκε πρόσφατα ανάμεσα στη χώρα μας και στη γειτονική Βόρεια Μακεδονία, όπως αποκαλείται πλέον. Ξέρω ότι στην περιοχή της Μακεδονίας το θέμα αυτό έχει, εύλογα, ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο πολιτική, αλλά και συναισθηματική.
Θα ξεκινήσω λοιπόν λέγοντας ευθύς αμέσως ότι κατανοώ την ευαισθησία όλων σας, ως μακεδόνων. Και δεν θα αναφερθώ στα οφέλη της συμφωνίας, κάνοντας επίκληση στη λογική σας – παρ’ όλο που στην πολιτική, και κυρίως στα εθνικά θέματα, η ιστορία της χώρας μας έχει αποδείξει ότι είναι κρίσιμης σημασίας ο ορθολογισμός και ότι δεν είναι μακροπρόθεσμα προς όφελος των εθνικών μας συμφερόντων η έξαρση του συλλογικού θυμικού.
Δεν θα αναφερθώ λοιπόν ούτε στο ότι επιλύουμε ένα ζήτημα που απασχόλησε επί τρεις δεκαετίες την ελληνική διπλωματία και την ελληνική εξωτερική, αλλά και εσωτερική πολιτική.
Δεν θα επισημάνω πόσο κρίσιμο είναι – σε μια περιοχή όπως η δική μας, που βρίσκεται στο σταυροδρόμι των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, και σε μια εποχή που η αβεβαιότητα επιστρέφει – να είμαστε σε θέση να κλείνουμε ένα-ένα τα ανοιχτά εθνικά μέτωπα.
Και βέβαια, δεν θα τονίσω ότι – μετά από τόσα χρόνια και ενώ η γειτονική μας χώρα είχε αναγνωριστεί σχεδόν καθολικά με το όνομα "Μακεδονία" – με τη συμφωνία των Πρεσπών πήραμε πίσω όχι μόνο την αποκλειστική χρήση του όρου "Μακεδονία", αφού οι γείτονές μας θα χρησιμοποιούν εντός και εκτός των συνόρων τους και για όλες τις χρήσεις την ονομασία "Βόρεια Μακεδονία", αλλά και την ιστορία και την κληρονομιά μας, αφού πια δηλώνεται ρητά ότι οι βόρειοι γείτονές μας δεν έχουν καμία σχέση με την κληρονομιά των αρχαίων Μακεδόνων, με την αρχαία ελληνική μακεδονική γλώσσα και ούτω καθεξής. Έτσι, με τη συμφωνία των Πρεσπών, ένα εξαιρετικά ισορροπημένο διπλωματικό κείμενο, αποκαθίσταται η πραγματικότητα και κάθε χώρα "παίρνει", εντός εισαγωγικών, το κομμάτι εκείνο που πράγματι της αναλογεί από την ιστορική διαδρομή και την πολιτιστική κληρονομιά της ευρύτερης περιοχής μας.
Θα ήθελα αντίθετα να απευθυνθώ πράγματι στο συναίσθημα και στην προσωπική και συλλογική ιστορική σας μνήμη. Όχι όμως για να διεγείρω τα μίση, αλλά για να σας καλέσω να αναλογιστείτε, με ειλικρίνεια, την ίδια την ιστορία της πόλης και της περιοχής σας.
Ξέρω, λόγου χάρη, ότι η περιοχή σας, όπως και το μεγαλύτερο μέρος της Βόρειας Ελλάδας, υπήρξε ένα αμάλγαμα λαών, θρησκειών και πολιτισμών – κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι ο πλούτος της.
Ξέρω ότι ο ελληνισμός εδώ δοκιμάστηκε πολλές φορές από τις πιέσεις του βουλγαρικού, κυρίως, εθνικισμού.
Ξέρω όμως και ότι πολλοί από σας έχετε προσφυγικές ρίζες.
Ξέρω, με δυο λόγια, ότι οι περισσότεροι από σας, μέσω της συλλογικής μνήμης, έχετε περισσότερα να μοιραστείτε παρά να χωρίσετε με τους γείτονές μας. Και κυρίως, ξέρετε πόσο πόνο έχουν προκαλέσει και πόσες ανθρώπινες ζωές έχουν καταστρέψει οι εθνικισμοί στην περιοχή μας.
Γι’ αυτό και είμαι σίγουρος ότι είτε με τη λογική είτε με το συναίσθημα προσεγγίσετε τη συμφωνία των Πρεσπών με τους γείτονές μας, θα δείτε ότι αποτελεί ένα μεγάλο θετικό βήμα για την περαιτέρω ενίσχυση της σταθερότητας και της φιλίας στην περιοχή. Κάτι που θα είναι προς όφελος της χώρας μας και μόνο.
Φίλες και φίλοι,
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Επιτρέψτε μου τώρα να έρθω – μετά από αυτή την αναγκαία παρέκβαση – στο κύριο θέμα της ομιλίας μου. Τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και το σχέδιο νόμου "Κλεισθένης Ι" που κατατέθηκε σήμερα στη Βουλή.
Και πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να θυμίσω πώς φτάσαμε ως εδώ.
Σχεδιάζοντας τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που υπήρξε μία από τις κεντρικές προγραμματικές προτεραιότητες της σημερινής κυβέρνησης, επιλέξαμε να προχωρήσουμε με ανοιχτό εφ’ όλης της ύλης διάλογο, εδώ και δύο και πλέον χρόνια.
Δεν θα σας κουράσω θυμίζοντάς σας τα στάδια από τα οποία πέρασε η δημόσια συζήτηση, από την ειδική επιτροπή που συγκροτήθηκε και το πόρισμα στο οποίο κατέληξε οκτώ μήνες μετά, τον Μάρτιο του 2017, μέχρι σήμερα, με την κατάθεση του πρώτου νομοσχεδίου της μεταρρύθμισης αυτής, του "Κλεισθένη Ι" στη Βουλή.
Επειδή όμως οι μεταρρυθμίσεις κρίνονται και επί της ουσίας και επί της διαδικασίας, δεν μπορώ να μην επισημάνω τον ανοιχτό, εξαντλητικό και χωρίς αποκλεισμούς διάλογο που έγινε.
Γιατί, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, το δημοκρατικό, το προοδευτικό, το αριστερό πρόσημο μιας μεταρρύθμισης κρίνεται και από τον τρόπο με τον οποίο αυτή σχεδιάζεται και υλοποιείται. Αν δηλαδή ξεκινάει «από τα κάτω» και συλλογικά ή αν εκπορεύεται από κλειστά γραφεία και σχεδιασμούς στους οποίους μετέχουν μόνο οι εκάστοτε "ημέτεροι".
Ξέρετε ότι οι ηγεσίες της ΚΕΔΕ και της ΕΝΠΕ επιχειρούν – ακόμα και με πληρωμένες διαφημιστικές καταχωρίσεις – να δημιουργήσουν αρνητικό κλίμα σε βάρος της μεταρρύθμισης του "Κλεισθένη".
Δεν θα σχολιάσω τα κίνητρά τους. Νομίζω ότι είναι προφανή. Κάποιοι ενοχλούνται πολύ που θα πρέπει να υποβληθούν στη δημοκρατική βάσανο του διαλόγου και της σύνθεσης των απόψεων. Ενοχλούνται πολύ που ενισχύεται ο ρόλος των πολιτών και των τοπικών συλλογικοτήτων. Πρέπει όμως να σας πω ότι είναι μειοψηφία.
Από όλες τις συναντήσεις που κάνουμε και τις περιοχές που επισκεπτόμαστε – έχω πάει σε περίπου 40 πόλεις – προκύπτει ότι η μεγάλη πλειοψηφία των αυτοδιοικητικών δεν συμμερίζεται τη στάση και τις πρακτικές της ηγεσίας της ΚΕΔΕ και της ΕΝΠΕ.
Πρόκειται για ανθρώπους που εργάζονται καθημερινά για την εξυπηρέτηση των αναγκών των τοπικών τους κοινωνιών και την προαγωγή του θεσμού που υπηρετούν, που αναγνωρίζουν τη θετική πολιτική που έχουμε ασκήσει για τους Δήμους και τις Περιφέρειες μέσα σε δύσκολες συνθήκες και που ξέρουν και θέλουν να συζητούν, καταθέτοντας προτάσεις για τη βελτίωση πλευρών του "Κλεισθένη", ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση ή την κομματική τους ένταξη.
Άλλωστε, πρέπει να σας πωότι στο Υπουργείο Εσωτερικών λειτουργούμε με ανοιχτές πόρτες και συνεργαζόμαστε με όλους τους αιρετούς, χωρίς αποκλεισμούς και κομματικά φίλτρα.
Κι αυτό αποτυπώνεται και στο τελικό κείμενο του "Κλεισθένη Ι", που πήγε σήμερα στη Βουλή και το οποίο, στη διαδρομή από το αρχικό πόρισμα της Επιτροπής μας, μέχρι σήμερα, έχει ενσωματώσει πολλές από τις παρατηρήσεις, ενστάσεις και προτάσεις που διατυπώθηκαν.
Θα σχολιάσω βέβαια ότι η ΚΕΔΕ δεν "τσιγκουνεύτηκε", εντός εισαγωγικών, να σπαταλήσει χρήματα της Αυτοδιοίκησης στο να κάνει αντιπολίτευση στην κυβέρνηση – γιατί αν δείτε τις πληρωμένες καταχωρίσεις της στον τύπο, δεν λένε τίποτα επί της ουσίας.
Και θα επισημάνω ότι εμείς από την πλευρά μας, ως Υπουργείο, μέχρι στιγμής δεν έχουμε ξοδέψει ούτε μισό ευρώ του ελληνικού λαού, όχι απλά για να διαφημίσουμε τη μεταρρύθμιση, αλλά ούτε καν για τη μεταρρύθμιση καθεαυτή.
Όλοι οι άνθρωποι – πάνω από 100 – που εργάστηκαν για αυτή και θα συνεχίσουν να εργάζονται για την εφαρμογή της και για την προετοιμασία του επόμενου βήματος, του "Κλεισθένη ΙΙ", δεν πήραν καμία αμοιβή. Είναι μια δουλειά που έγινε εξ ολοκλήρου με τις δυνάμεις του δημοσίου.
Τι είναι αυτό που τόσο πολύ ενοχλεί τις ηγεσίες της ΚΕΔΕ και της ΕΝΠΕ;
Νομίζω ότι είναι ξεκάθαρο ότι το κύριο, αν όχι το μόνο τους πρόβλημα, είναι η απλή αναλογική.
Ξέρετε πολύ καλά ότι ο "Κλεισθένης Ι" έχει μια σειρά από άλλες εξαιρετικά θετικές ρυθμίσεις πάνω σε τέσσερις βασικούς άξονες :
• Δημοκρατία και συμμετοχή,
• Αποτελεσματικότητα στη λειτουργία των ΟΤΑ ως διοικητικών δομών,
• Ουσιαστική οικονομική βιωσιμότητα των Δήμων και των Περιφερειών και
• Πρωταγωνιστική συμβολή της Αυτοδιοίκησης στην εθνική προσπάθεια για μια δίκαιη και βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας, για την οριστική έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια με την κοινωνία όρθια.
Το υπό κατάθεση σχέδιο νόμου περιλαμβάνει ρυθμίσεις και στρώνει, θα έλεγα, το δρόμο για την υλοποίηση και των τεσσάρων αξόνων, με μια σειρά ρυθμίσεις για την κατηγοριοποίηση των Δήμων, για τη λειτουργία της Αυτοτελούς Υπηρεσίας Εποπτείας ΟΤΑ, για τον τρόπο κατανομής των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων, για τη λειτουργία και τις αρμοδιότητες του "Παρατηρητηρίου", ώστε να σέβεται την αυτοτέλεια και την πολιτική λειτουργία της Αυτοδιοίκησης, για την αναβάθμιση του θεσμού του Δημοτικού και Περιφερειακού Συμπαραστάτη και τόσες άλλες.
Ωστόσο, στο πρώτο αυτό μεταρρυθμιστικό "κύμα", για λόγους και αντικειμενικούς και, κυρίως, ουσιαστικούς πολιτικούς, αυτό που κυρίως προτάσσεται είναι ο πρώτος άξονας : η δημοκρατική και συμμετοχική λειτουργία των ΟΤΑ, που δεν εξαντλείται, ωστόσο, στην απλή αναλογική.
Πρώτον,ενισχύουμε το ρόλο των Κοινοτήτων, προκειμένου να μπορούν να εκλέγουν τους εκπροσώπους τους ανεξάρτητα από τις παρατάξεις του κεντρικού δημοτικού συμβουλίου, και μάλιστα από ενιαία λίστα στις μικρότερες Κοινότητες έως 300 κατοίκων. Πρόκειται για μια ρύθμιση που αφήνει χώρο σε τοπικές πρωτοβουλίες και κινήματα, σε πολίτες που θέλουν να δραστηριοποιηθούν για την άμεση καθημερινότητα του χωριού τους, να μπορούν να το κάνουν χωρίς να πρέπει απαραίτητα να δεθούν στο άρμα του εκάστοτε Δημάρχου.
Δεύτερον, αντίστοιχα σε περιφερειακό επίπεδο, καταργούμε την άμεση εκλογή των χωρικών Αντιπεριφερειαρχών ως "λύση-πακέτο" με τον εκάστοτε Περιφερειάρχη και η υποχρέωση να νομιμοποιηθούν πρώτα από τους πολίτες, μέσω της βασάνου του "σταυρού", ώστε να έχουν λόγο οι τοπικές κοινωνίες, αλλά και η θεσμοποίηση πια αυτού που άτυπα συνέβαινε ήδη, να συνεδριάζουν δηλαδή υπό τον οικείο Αντιπεριφερειάρχη οι περιφερειακοί σύμβουλοι μιας συγκεκριμένης Περιφερειακής Ενότητας, για να εισηγηθούν και να στηρίξουν θέματα της περιοχής τους, είναι επίσης ρυθμίσεις που αποκαθιστούν την τρωθείσα ως ένα βαθμό εγγύτητα της Αυτοδιοίκησης προς τους πολίτες. Και νομίζω ότι όχι μόνο δεν πλήττουν, αλλά αντίθετα ενισχύουν το βήμα που έκανε ο "Καλλικράτης" για την περιφερειακή αυτοδιοίκηση και τη συνένωση των Δήμων, διότι αποσοβούν φυγόκεντρες τάσεις και συνδυάζουν αρμονικά την τοπική δραστηριοποίηση και παρέμβαση με την πορεία προς την καλλιέργεια ενιαίας δημοτικής και περιφερειακής συνείδησης σε κάθε περιοχή.
Τρίτον, ενισχύουμε το ρόλο και διευκολύνουμε την ουσιαστική λειτουργία των Δημοτικών και Περιφερειακών Επιτροπών Διαβούλευσης, ώστε να μην είναι ένα τυπικό συμπλήρωμα των οικείων Δημοτικών ή Περιφερειακών Συμβουλίων, που θα συγκαλούνται μόνο εκεί που ο νόμος ζητά την υποχρεωτική γνωμοδότησή τους, αλλά να αποτελέσουν τοπικά και περιφερειακά fora, όπου οι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς, οι θεσμικοί εκπρόσωποι της τοπικής κοινωνίας θα ανταλλάσσουν απόψεις, θα παρεμβαίνουν και θα θέτουν θέματα προς συζήτηση και λύση από τις αντίστοιχες αυτοδιοικητικές αρχές, με όρους μεγαλύτερης διαφάνειας και δημοσιότητας.
Τέταρτον, γενικεύουμε το θεσμό του δημοψηφίσματος και σε τοπικό και σε περιφερειακό επίπεδο, με ρυθμίσεις που επιτρέπουν την άμεση ενεργοποίησή του, χωρίς να απαιτείται – όπως στο παρελθόν – σύμπραξη της κεντρικής διοίκησης, και με τη δυνατότητα προκήρυξής του και με λαϊκή πρωτοβουλία. Πρόκειται για έναν θεσμό που μέχρι τώρα παρέμενε στα χαρτιά, ενώ θα μπορούσε να διαδραματίσει κρίσιμο πολιτικά και ουσιαστικά ρόλο σε μεγάλα θέματα, όπως μας απέδειξε η κινητοποίηση των κατοίκων των Δήμων της Θεσσαλονίκης το 2014 για την ιδιωτικοποίηση του νερού.
Πέμπτον, αποσυνδέουμε το χρόνο διεξαγωγής των αυτοδιοικητικών εκλογών από τις ευρωεκλογές. Στο θέμα αυτό, κατ’ αρχήν θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι το να υποτάσσεται μια κορυφαία δημοκρατική διαδικασία που επιδρά καταλυτικά στην καθημερινότητα των πολιτών, όπως η εκλογή δημοτικών και περιφερειακών αρχών, σε σκοπιμότητες όπως η αποτροπή της αποχής στις ευρωεκλογές ή η εξοικονόμηση κάποιων χρημάτων είναι εξόχως προβληματική. Παρεμπιπτόντως, η εξοικονόμηση αυτή δεν αγγίζει ούτε κατά διάνοια τα ποσά των 40 έως 60 εκατομμυρίων ευρώ, τα οποία συνήθως αναφέρονται. Άλλωστε, ενώ οι εκλογές μέχρι και τον Ιανουάριο του 2015 κόστιζαν περίπου 55-60 εκατομύρια ευρώ, εμείς έχουμε ήδη πετύχει την εξοικονόμηση, αφού επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ έγιναν δύο εκλογικές διαδικασίες (δημοψήφισμα και βουλευτικές εκλογές Σεπτεμβρίου 2015), με κόστος 27 και 33 εκατ. ευρώ αντίστοιχα.
Φίλες και φίλοι,
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Θα κλείσω την παρέμβασή μου με το θέμα της απλής αναλογικής.
Κατ’ αρχάς είναι σαφές από όσα προανέφερα και πολλά άλλα που δεν υπήρχε ο χρόνος να θίξω, για την οικονομική βιωσιμότητα των ΟΤΑ, το ριζικό μετασχηματισμό του Παρατηρητηρίου, ώστε να γίνει συμπαραστάτης και όχι μπαμπούλας της Αυτοδιοίκησης, τα νέα αναπτυξιακά εργαλεία που ήδη από σήμερα δίνουμε στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, για να συμβάλλει στη χάραξη της επόμενης μέρας, τώρα που βγαίνουμε από τη μέγγενη των μνημονίων, ότι ο "Κλεισθένης Ι" έχει μια πλειάδα θετικών ρυθμίσεων και ότι "ακούει" τα αιτήματα και της ανάγκες της Αυτοδιοίκησης.
Αν λοιπόν δεν υπήρχε η καθιέρωση της απλής αναλογικής, να είστε βέβαιοι ότι κανείς δεν θα πολεμούσε αυτό το νομοσχέδιο, αλλά αντίθετα θα μας χειροκροτούσαν.
Και, επειδή είναι σκόπιμο – ανεξαρτήτως διαφορετικών απόψεων – η δημόσια συζήτηση να γίνεται επί πραγματικών δεδομένων, είναι χρήσιμο να αποσαφηνιστούν ορισμένα ζητήματα:
Πρώτον, η αλλαγή του εκλογικού συστήματος και η καθιέρωση της απλής αναλογικής, αν και αποτελεί, ως γνωστόν, διαχρονικό ταυτοτικό στοιχείο της Αριστεράς και κεντρική προγραμματική προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης, δεν είναι απλώς μία αξιακή επιλογή, αλλά στηρίζεται σε πολύ συγκεκριμένα και αναμφισβήτητα πραγματικά δεδομένα και έρχεται να καλ ύψει ένα υπαρκτό δημοκρατικό έλλειμμα που δημιουργεί το ακραία πλειοψηφικό ισχύον σύστημα.
Μία απλή επεξεργασία των αποτελεσμάτων των εκλογών του 2014 αρκεί για να αποδειχθεί το στοιχείο αυτό. Πιο αναλυτικά:
Σε σύνολο 325 Δήμων,
• 4 από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 20%,
• 59 από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,
• 136 από τους σημερινούς Δημάρχους έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%,
Αντίστοιχα, σε σύνολο 13 Περιφερειών,
• 4 από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 30% ενώ,
• 8 από τους σημερινούς Περιφερειάρχες έλαβαν ποσοστό κάτω από 40%.
Παρ’ όλα αυτά, και οι μεν και οι δε, βάσει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, ελέγχουν τα 3/5 (60%) των εδρών του αντίστοιχου δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου.
Με άλλα λόγια, ένα απαγορευτικά μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος – έως και 4 στους 10 πολίτες – δεν βλέπει την ψήφο του και τον εαυτό του στα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια.
Πρόκειται για μια πραγματικότητα που δύσκολα μπορεί πια κανείς να παραβλέψει, ειδικά μετά από τη γενικευμένη πολιτική κρίση που πέρασε και περνά η χώρα, η οποία έχει ανάγει το αίτημα για "πραγματική δημοκρατία" σε κυρίαρχο.
Δεύτερον, η περιβόητη "κυβερνησιμότητα" των ΟΤΑ, που συνήθως προβάλλεται σε αντιπαράθεση με τη δημοκρατική συγκρότηση των δημοτικών
και περιφερειακών συμβουλίων, είναι κάτι που επιτυγχάνεται μόνο με πολιτικούς όρους – με την άσκηση πολιτικών που θα διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη και άρα τη συναίνεση εντός των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων.
Καμία νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να εξασφαλίσει την apriori "κυβερνησιμότητα", όπως αποδεικνύεται και από την πρόσφατη εμπειρία. Όσο μεγάλη πλειοψηφία και αν εξασφαλίζει ο νόμοςστον Δήμαρχο ή στον Περιφερειάρχη, δεν είναι καθόλου λίγες οι φορές που – και υπό το ισχύον, ακραία πλειοψηφικό, εκλογικό σύστημα – χάνεται η πλειοψηφία γιατί δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι διαφοροποιούνται από τις επιλογές του επικεφαλής τους, συχνά υπό το βάρος της κοινωνικής αντίδρασης και πίεσης.
Έτσι, η απάντηση στο ζήτημα της "κυβερνησιμότητας"είναι πρωτίστως πολιτική και δευτερευόντως θεσμική και νομική, αφού ικανός και καλός τοπικός ηγέτης είναι αυτός που καταφέρνει να συνθέτει τις διαφορετικές απόψεις, να βρίσκει επιχειρήματα, να πείθει και να εξασφαλίζει τη στήριξη του δημοτικού ή περιφερειακού συμβουλίου.
Άλλωστε, αν η απλή αναλογική ψηφίστηκε, ως νόμος του Κράτους, για την κεντρική κυβέρνηση, όπου τα διακυβεύματα είναι σαφώς μεγαλύτερα και οι πολιτικές/κομματικές αντιπαραθέσεις οξύτερες, είναι σίγουρο ότι μπορεί πολύ πιο εύκολα να λειτουργήσει στο τοπικό ή περιφερειακό επίπεδο, όπου οι πολιτικές και ιδεολογικές εντάσεις είναι χαμηλότερου βαθμού και το πεδίο επίτευξης συναινέσεων για τα τοπικά ζητήματα είναι ευρύτερο.
Παρ’ όλα αυτά, θα πρέπει να θυμίσω ότι στο υπό κατάθεση σχέδιο νόμου προβλέπεται σειρά ρυθμίσεων, με τις οποίες καθιδρύεται μια νέα λειτουργική θεσμική ισορροπία, κυρίως διευκολύνεται η επίτευξη συναινέσεων και τίθενται ασφαλιστικές δικλείδες για την υπέρβαση τυχόν αδιεξόδων. Εκτός από το ζήτημα της εκτεταμένης διαβούλευσης που είναι η πλέον αποτελεσματική εγγύηση "κυβερνησιμότητας", τέτοιες ρυθμίσεις είναι, μεταξύ άλλων:
• η καθιέρωση της δυνατότητας του Δημάρχου και του Περιφερειάρχη να επιλέγουν τους Αντιδημάρχους και Αντιπεριφερειάρχες, αντίστοιχα, από το σύνολο των παρατάξεων, στο πλαίσιο ενδεχόμενων συνεργασιών,
• η διαφοροποίηση στην αντιμετώπιση της "λευκής ψήφου", η οποία πλέον δεν θα υπολογίζεται για το σχηματισμό πλειοψηφίας, με αποτέλεσμα την επαύξηση της υπευθυνότητας της εκάστοτε αντιπολίτευσης,
• η εισαγωγή μίας ειδικής διαδικασίας συζήτησης και ψήφισης επί των κυριότερων αποφάσεων, περί του τεχνικού προγράμματος και του προϋπολογισμού των ΟΤΑ, που διευκολύνει τη διαμόρφωση πλειοψηφίας επί συγκεκριμένων προτάσεων,
• η διεύρυνση της δημοσιότητας των συνεδριάσεων των οργάνων των Δήμων και των Περιφερειών, ώστε να υπάρχει καλύτερη ενημέρωση και πίεση της κοινής γνώμης, και βέβαια,
• η πρόβλεψη, ως «ύστατου καταφυγίου», σε περιπτώσεις σοβαρού αδιεξόδου, της δυνατότητας προσφυγής σε τοπικό/περιφερειακό δημοψήφισμα.
Φίλες και φίλοι,
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Έχω ήδη μακρηγορήσει, καθώς το θέμα είναι μεγάλο και με πολλές προεκτάσεις – θεσμικές, πολιτικές και κοινωνικές.
Θα κλείσω λοιπόν την παρέμβασή μου εδώ, γιατί περιμένω με μεγάλο ενδιαφέρον τη συζήτηση που θα ακολουθήσει, με την εξής επισήμανση :
Η αλλαγή που φέρνουμε στα θέματα αναλογικής συγκρότησης των συμβουλίων, δημοκρατικής λειτουργίας των ΟΤΑ και άμεσης συμμετοχής των πολιτών στα αυτοδιοικητικά πράγματα κινείται θεωρώ σε σωστή, προοδευτική κατεύθυνση. Και θα συμπληρωθεί στο πιο οργανωτικό επίπεδο με το δεύτερο σκέλος της μεταρρύθμισης που θα αφορά την αναβάθμιση της αποτελεσματικής λειτουργίας των ΟΤΑ.
Ωστόσο, αυτή η αλλαγή – όπως και πολλές άλλες, ιστορικού χαρακτήρα τομές και μεταρρυθμίσεις – θα κριθεί στο τέλος και θα πετύχει ή θα αποτύχει, όχι από την ορθότητα ή μη των νομοθετικών ρυθμίσεων, άλλωστε οι νόμοι γράφονται και σβήνονται εύκολα. Θα πετύχει εφ’ όσον την αγκαλιάσουν και την κάνουν δική τους υπόθεση οι ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις, οι προοδευτικοί και δημοκρατικοί πολίτες σε κάθε πόλη και σε κάθε περιφέρεια της χώρας.
Αν συμβεί αυτό, αν βρεθούν οι πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που θα δουν στην αλλαγή αυτή όχι μια ευκαιρία κατάληψης μιας-δύο εδρών στα δημοτικά συμβούλια και άρα κατακερματισμού, αλλά την απαρχή μιας νέας περιόδου συζήτησης και σύμπραξης κατά τόπους όσων μοιράζονται κάποιες κοινές αξίες και ένα κοινό, τουλάχιστον στις βασικές του κατευθύνσεις, τοπικό και περιφερειακό όραμα, όχι μόνο θα έχουμε πετύχει.
Αλλά θα αποτελέσει η αλλαγή αυτή την απαρχή της εισόδου στο προσκήνιο νέων ανθρώπων και νέων ιδεών, θα δώσει έκφραση σε τοπικές πρωτοβουλίες και κινήματα, θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις ουσιαστικών συγκλίσεων των προοδευτικών δυνάμεων σε στέρεες προγραμματικές βάσεις και θα αλλάξει ριζικά τον τρόπο που σκεφτόμαστε και δρούμε τοπικά.
Άλλωστε, ζούμε μια περίοδο που ο ακραίος συντηρητισμός, ο εθνικισμός, η ακροδεξιά και οι πρακτικές της "εθνικοφροσύνης", που πιστεύαμε ότι είχαν μείνει οριστικά πίσω μας, μετά την εμπειρία του εμφυλίου, της "καχεκτικής" μεταπολεμικής δημοκρατίας και της χούντας, ξανασηκώνουν όπως φαίνεται κεφάλι. Και διεκδικούν με τρόπο δυναμικό, όχι μόνο με το μισαλλόδοξο διχαστικό λόγο τους, αλλά και με βίαιες πράξεις, να ξαναβρεθούν στο προσκήνιο.
Είναι νομίζω χρέος όλων μας ως δημοκρατικών, προοδευτικών πολιτών να αποτρέψουμε μια τέτοια σκοτεινή για τη χώρα μας εξέλιξη και να δημιουργήσουμε παντού, σε τοπικό, περιφερειακό και κεντρικό επίπεδο, τους όρους μιας σύγχρονης προοδευτικής, δημοκρατικής, συμμετοχικής και αλληλέγγυας διακυβέρνησης.
Σας ευχαριστώ.